Wednesday, September 30, 2009

Τρεις τελίτσες επί τρία.

Γουλιά κρασί,
το αριστερό πόδι στη μικρή γραμμή του 1, το δεξί στη μεγάλη.
Σταυρώνω τα πόδια σε περίεργο "κουτσό"...
Μου μιλάς, ενώ περπατώ σε τσιμεντένια νούμερα, χαραγμένα με μπογιά.
Μου λες διάφορα, αριστερό πόδι στη μικρή γραμμή του 7, δεξί στη μεγάλη, οι μύτες των ποδιών ενώνονται. Δοκιμάζω κι αλλιώς. Ενώνονται οι φτέρνες.
Φυσάει, η φούστα μου σηκώνεται στον αέρα, την κρατάω ανάμεσα στα πόδια μου.
Τα μαλλιά μου πιασμένα.
Το πρόσωπο σε σύσπαση.
Τα δάκρυα νομίζω πως θα εκραγούν, θα κάνουν ένα "πλατς" και θα ξεχυθούν από τα μάτια μου.
Μα σου λέω, είμαι καλά. Μέρες τώρα είμαι καλά.

Δεν κόλλησα σε 'κείνη τη λέξη την απαγορευμένη. Κόλλησα στις τελίτσες. Απαιτεί πολύ μεγαλύτερο κόπο, παρά θάρρος, για να βάλεις τελίτσες. Τις εκτιμώ ιδιαιτέρως. Εκτιμώ τη συνειδητή προσπάθεια πιο πολύ από το θάρρος.

Huldufólk

Εκεί ψηλά, πάνω πάνω στον χάρτη, στον βορρά, σε μια χώρα των πάγων, πιστεύουν πως στους βράχους και τις πέτρες και ίσως και πίσω από μερικούς καταρράκτες κατοικούν κάτι ξωτικά, κρυμμένους ανθρώπους τους ονομάζουν, λένε πως ζουν σε δικά τους σπίτια, πίνουν καφέ και φτιάχνουν τηγανίτες, έχουν μάλιστα και δικό τους χώρο να απολαμβάνουν τη μουσική. Αυτά που λες τα ξωτικά δεν κάνει να τα πειράζεις, δεν κάνει να τους μιλάς, γιατί θα τρελαθείς, και το μόνο που χρειάζεται για να τα δεις μπροστά σου είναι υπομονή και εγκαρτέρηση, not to mention ότι πρέπει να στέκεσαι στο σωστό σημείο. Κάποιος λέει ότι πρέπει να είσαι ευγενής με τους αόρατους ανθρώπους, γιατί δεν τους αρέσει να τους τρομάζεις. Το καλό που σου θέλω, μην τα βάλεις μαζί τους. Αυτοί οι αόρατοι άνθρωποι, τα ξωτικά, το ίδιο είναι (αν και, για κάποιους, άλλο το ένα άλλο το άλλο, μα κι αυτό δεν έχει σημασία για μένα, και μισό λεπτό να τελειώσω ό,τι έλεγα, γιατί αλλιώς θα το ξεχάσω), χτίζουν τα σπίτια τους σε συγκεκριμένα ενεργειακά σημεία, κι αν θες να τους δεις, κάτσε σε ένα σταυροδρόμι στις 24 του Ιούνη. Δεν κρατάει πολύ το πέρασμά τους. Αμέσως μόλις εμφανιστούν, τρέχουν και κρύβονται πίσω στα σπίτια τους, που είναι οι βράχοι, είπαμε. Τα ξωτικά αυτά συνάπτουν και φιλίες, όπως διάβασα, ακόμα και με ανθρώπους ορατούς, να τους πούμε έτσι. Ειδικά όταν είναι μικρά και άμαθα και δεν υπακούν σε κανόνες που λένε ότι αυτό απαγορεύεται. Όχι, δεν έχει ακουστεί ότι τους ερωτεύονται κιόλας. Ούτε το αντίθετο όμως.

Tuesday, September 29, 2009

Δίδωμι

Ετοιμάζω δώρα για ανθρώπους που δεν ξέρω καλά-καλά. Και δεν φαντάζεσαι πόση χαρά μου δίνει! Κόβω ένα απόκομμα από εφημερίδα, που ίσως να ενδιαφέρει τον Κ., σχεδιάζω να πάω ν' αγοράσω έναν φάκελο και να το βάλω μέσα, ίσως πάλι να το βάλω απευθείας μέσα στο βιβλίο που θα παραγγείλω για να του κάνω δώρο, αν ποτέ τον ξαναδώ. Τώρα ξέρω τι θα του δωρίσω. Μετά σκέφτομαι τον Α., ίσως κι εκείνον να ενδιέφερε το ίδιο βιβλίο, λέω να το πάρω δώρο σε αυτόν, αν τύχει να τον δω πρώτο. Μπα, δεν νομίζω. Μάλλον και το απόκομμα και το βιβλίο θα παραμείνουν αγορασμένα και τυλιγμένα στο συρτάρι μου, όπως και τόσα άλλα, λέξεις, σημειώματα, σελιδοδείκτες, εισιτήρια, κούπες, θήκες, γράμματα, ένα σωρό. Αγοράζω ή ετοιμάζω πάντα με κάποιον στη σκέψη μου. Να το πω σωστά, αγοράζω ή ετοιμάζω μόνο αν έχω κάποιον στη σκέψη. Δεν αγοράζω ή ετοιμάζω, για να δώσω. Μάλλον, το δώρο έρχεται και βρίσκει τον παραλήπτη του, που ήδη είναι στο μυαλό μου. Το να δώσω προηγείται της αγοράς, την οποία συχνά δεν ακολουθεί καν... Ο σκοπός όμως έχει επιτευχθεί. Όχι πως η χαρά του παραλήπτη δεν με κάνει ευτυχισμένη, άσε που μπορεί να μην είναι καν έκδηλη, αλλά η μισή -ίσως και περισσότερη- χαρά είναι να βρω εγώ τι ταιριάζει στην εικόνα που έχω δημιουργήσει για κάποιον, από όσα είδα και άκουσα για εκείνον και από 'κείνον. Γιατί, αν με γνωρίσεις, θα δεις ότι δεν μιλάω πολύ, ειδικά όταν δεν έχω τι να πω. Μα, ακούω, και, κυρίως, βλέπω και αισθάνομαι. Βλέπω συζητήσεις, βλέπω τρόπους σκέψης και άμυνας, βλέπω την αγάπη και το ενδιαφέρον, βλέπω την περιφρόνηση και την αδιαφορία και την απογοήτευση, βλέπω το καλυμμένο ενδιαφέρον, βλέπω πρόσωπα και συναισθήματα ακόμα και στο σκοτάδι -ειδικά εκεί. Μου αρέσουν οι κουβέντες στο μισοσκόταδο, όταν ξεχνάν να ανάψουν το φως, κόντρα κάποιος στο παράθυρο, εγώ απέναντι, με βλέπει ίσως αχνά να τον κοιτώ, εγώ βλέπω τον ουρανό πίσω από μια σκοτεινή μορφή. Και παρόλα αυτά, τα μάτια λάμπουν, ακόμα και στο σκοτάδι. Ναι, δεν μιλάω πολύ, ειδικά όταν δεν ξέρω τι να πω, όταν αυτά που θέλω να πω είναι "εξαρτάται" ή "όλα είναι σχετικά" ή απλά "δεν γνωρίζω". Δεν βοηθά την κουβέντα, με αποξενώνει συχνά, ειδικά για σένα που δεν με γνωρίζεις καλά, έτσι θα νομίζεις.
"Τι έχεις;", με ρώτησες. "Τίποτα", σου είπα. "Ψέματα", απάντησες και σου έκανα νεύμα "ναι". Για σένα ετοιμάζω αυτό το δώρο, έτσι, χωρίς καν να έχουμε ανταλλάξει πολλές κουβέντες, χωρίς να ξέρω αν θα σε συναντήσω ποτέ ξανά. Αλλά δεν έχει και τόση σημασία. Για μένα σου το ετοιμάζω.

Friday, September 25, 2009

Off you go!

Τι μπέρδεμα πρέπει να 'ναι κι αυτό...! Ξάφνου τόση αγάπη γύρω σου, που σχεδόν δεν ξέρεις τι να την κάνεις. Αστειεύομαι... Πάντα ξέρεις τι να την κάνεις την αγάπη. Τη ζεις, την έχεις σε μια όμορφη ασημένια καλοσκαλισμένη θήκη και την κρατάς στην καρδιά σου, την κουβαλάς πάντα μαζί σου, την κλείνεις σε φωτογραφίες, σε στιγμιότυπα. Από την αγάπη σού μένει πάντα η ουσία της και μικρές στιγμές, αποτυπωμένες σε εικόνες, που έρχονται κάτι απρόσμενες στιγμές μπροστά σου σαν σκηνή από ταινία, ίσως ενώ βλέπεις μιαν άλλη ταινία. Ναι, είναι όμορφο πράγμα η αγάπη, η αναμονή της, η προσμονή της νύχτας μαζί, της νύχτας εκείνης, που μετά θα γίνει η πρώτη νύχτα, και έτσι θα μείνει. Δεν μπορεί να 'ναι κάτι κακό η αγάπη, όσο πόνο κι αν κρύβει καμιά φορά. Τη ζηλεύω, κι όπου "ζηλεύω", βάλε "ζηλεύω" και "θαυμάζω" και "χαίρομαι". Ζηλεύω κρυφά τους μετόχους της, ζηλεύω τους εκφραστές της, ζηλεύω κάθε στίχο σε ποίημα που γράφτηκε από άλλον και μιλά γι' αυτήν, ζηλεύω κάθε λέξη που την περικλείει, κάθε πρόσωπο, κίνηση, βλέμμα, που κρύβεται από πίσω της. Ζηλεύω τις αναμονές σε σταθμούς τρένων, σε στάσεις λεωφορείων, σε αεροδρόμια, στο κατώφλι μιας πόρτας, ζηλεύω τις διαδρομές σε δρόμους, λεωφόρους και στενά πλακόστρωτα, ζηλεύω τα μπλεγμένα χέρια και την κατάργηση των αποστάσεων, γίνομαι ο αέρας που μπαίνει από ανοιχτά παράθυρα και σβήνει τα κεριά (τι να το κάνεις το φως όταν το φεγγάρι είναι τόσο όμορφο;), ζηλεύω τη βροχή που μουσκεύει τα ρούχα και τα μαλλιά και το πρόσωπο και δεν είναι δάκρυ αλλά χαμόγελο, ζηλεύω τα καλοπλυμένα ποτήρια που περιμένουν θαρρείς ατελείωτο χρόνο σε καθαρή πετσέτα άσπρη με κόκκινες γραμμές, ζηλεύω την καρδιά που χτυπά και πάει να σπάσει, ζηλεύω τα βήματα, τα χέρια, τις ανάσες, τα δάχτυλα, ζηλεύω εκείνη τη στιγμή του "πάμε;".

Wednesday, September 23, 2009

Αρχή διατήρησης της ενέργειας.

Γίναμε πολλοί μωρέ, να, αυτό σκέφτομαι καμιά φορά... Μαύρα και κόκκινα και κίτρινα και γαλάζια backgrounds, και χαμογελαστά και βροχερά και ονειρεμένα και θαλασσινά, και έρωτες και χωρισμοί και πολύς πόνος, μα πολύς πόνος, και ευτυχία, και η ζωή μας κάθε μέρα, και απορίες και φωτογραφίες και επέτειοι, και τα παλιά και οι μνήμες τους, και όνειρα και ελπίδες, και φόβοι και γέλια και απάτες και αυταπάτες, και τραγούδια και παιχνίδια και δοκιμές, και φίλοι άγνωστοι και γνωστοί, και σφάλματα, και προδιαγεγραμμένα και τυχαία και μοιραία, και μια μπάλα που χάθηκε ούτε που ξέρω πότε, ίσως και να τριγυρίζει εντός του γηπέδου, όπου έμπειροι τάχα παίκτες θαρρούν πως κάνουν καλό κοντρόλ (εδώ γελάτε), στήνουμε καλά τα τέρματα και ξαναμαρκάρουμε τα όρια με λευκή μπογιά, μέχρι εδώ εσύ μέχρι εκεί εγώ (και τούμπαλιν), όπως κάναμε ζωγραφίζοντας τα θρανία μας χωρίζοντάς τα στη μέση, λέμε πως γρατζουνάμε χορδές τεντωμένες και πιάνουμε τον ήχο τους με το έμπειρο αυτί μας, όχι έτσι, αλλιώς, κάνε αυτό, μην κάνεις το άλλο, κάνε ο,τι θες, κάνε ο,τι νομίζεις, δοκίμασε την τύχη σου σε τυχερά παιχνίδια με χαρτιά, πόνταρε τα περισσότερα όταν έχεις απέναντί σου αδύναμο παίχτη, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις πως έχεις τον έλεγχο -μα δεν ξέρεις ότι είναι απλά ένα τυχερό παιχνίδι;, παίξ' τα όλα για όλα στο κάτω κάτω, το σηκώνει η περίσταση, μείνε εντός γηπέδου όσο σε παίρνει, κι αν τύχει και σε πάρει η μπάλα και πέσεις πάλι σε καναν πάτο, γύρνα προς τα λάθη σου κι αγάπησέ τα, ίσως να είναι ακόμα εκεί να σε θυμούνται, αιωνία να είναι η μνήμη σου, γίναμε πολλοί, ο ένας καλύτερος από τον άλλον, ο ένας με πιότερη αγάπη από τον άλλον, ο ένας με πιότερες υποσχέσεις να δώσει, ο άλλος με πιότερες αγκαλιές, κι εγώ, μην θαρρείς, είμαι ένας απ' όλους και κανένας απ' αυτούς.
Μ' αυτά και μ' εκείνα, ξέχασα να πω το βασικότερο: δεν μου αρέσει ούτε να με λυπούνται, ούτε να (τους) λυπάμαι. Όσο κι αν αυτό θα μου 'δινε μια ναρκισσιστική αυταπάτη δύναμης.

Monday, September 21, 2009

Ακίνητη.

Βρωμάς.
Σου λένε για την τέχνη της ΕΣΣΔ και ζηλεύεις όλους αυτούς που ξέρουν ν' ανακατεύουν χρώματα, για να φτιάχνουν όνειρα.
Κλείσε το τετράδιο.
Κλείσε τα μάτια.
Δεν είσαι για πουθενά.

Friday, September 18, 2009

Arrêtez le monde, je voudrais descendre!

Αυτά λοιπόν. Άλλα δεν έχω. Ό,τι μπορούσα το έδωσα. Και θα 'δινα κι αυτά που δεν έχω ή έχω λιγοστά, αν δεν είχα λίγο εγωισμό να με κρατά στην επιφάνεια. Κάποτε διέθετα κι απ' αυτόν περισσότερο, μετά τον χάρισα για να ζωγραφίσω χαμόγελα σε παιδικά πρόσωπα και να πάρω λίγες αγκαλιές μυρωδάτες και ζεστές και σφιχτές. Ο εγωισμός μου πήγε περίπατο σε πάρκα και λύγισε σε δάκρυα έτοιμα να πέσουν από βουρκωμένα μάτια. Ο χρόνος μου απέκτησε σχετική έννοια, από τότε που έμαθα πως μια κλωστή χωρίζει τη χαρά από τη θλίψη, την εμπιστοσύνη από τον φόβο, μόλις άρχισα να βλέπω τις πρώτες ρυτίδες γύρω από τα μάτια μου, μόλις είδα τις πρώτες λευκές τρίχες στα μαλλιά μου. Ευτυχώς, νωρίς. Όχι τόσο νωρίς ώστε να τον περιφρονήσω, ούτε τόσο αργά ώστε να τον απαρνηθώ.
Δεν γκρινιάζω εύκολα. Χάσιμο χρόνου. Και δεν θυμάμαι ποιος είπε ότι αυτός είναι η περιουσία μας.

Για μένα ο εγωισμός είναι πλέον η ύστατη λύση.
Για άλλους είναι η πρώτη επιλογή.

Tuesday, September 15, 2009

Μέρες

Πριν το κλικ κουνάς το κεφάλι, "εγκρίνεται", σαν να λες. Και έφυγες. Πετάς, ανοίγεις παράθυρα και μοιράζεις χαμόγελα, εισάγεις δαιμόνια και κουνάς μολύβια και πλήκτρα, ξαπλώνεις κι ανάβεις τσιγάρα και βάζεις ποτά σε ξένα ποτήρια, δεν ξέρεις πως μπήκες εδώ μέσα μα είναι ωραία, νιώθεις άνετα, πρόσεχε μην μπερδέψεις τα πράγματα στο συρτάρι, να τα βάλεις πίσω έτσι όπως ήταν, η παρανομία σου δεν έχει όρια, άλλοι θα νιώσουν ένα χάδι στα μαλλιά, άλλοι μιαν ανατριχίλα στην πλάτη, άλλοι θα κάνουν τον σταυρό τους και θα σκεφτούν πως κάποιος που πέθανε τους επισκέφθηκε, άλλοι θα γεμίσουν τετράδια, άλλοι θα μείνουν να κοιτούν το ανοιχτό παράθυρο στερημένοι από λόγια, άλλοι θα είναι ήδη άδειοι κι άλλοι ζωντανοί νεκροί, κάποιοι δεν θα γελάσουν ξανά παρά ελάχιστες στιγμές στη ζωή τους.
Είναι μέρες που δεν τελειώνουν έτσι απλά παίρνοντας πίσω ο,τι έφεραν...
Είναι μέρες που ο χρόνος τελειώνει στην αγκαλιά τους... Χωρίς ένα όμορφο παραμύθι για καληνύχτα.

Friday, September 11, 2009

Pardon?

Κάποιες φορές στη θέση της καρδιάς μου έχω μια πέτρα κι άλλες πάλι έχω πάγο. Κρύα η μία, κρύος και ο άλλος. Την πέτρα δεν μπορείς εύκολα να την σπάσεις, δεν πα' να χτυπάς, τον πάγο ευκολότατα μπορείς να λιώσεις, με λίγη μόνη θέρμη. Δεν ξέρω γιατί λένε για κάποιον πως έχει καρδιά από πάγο... Σκέφτηκες πόσο ευάλωτος είναι ο πάγος, αν εξαιρέσεις αυτό που δείχνει; Όποιος μείνει σε αυτό που φαίνεται, δεν τολμά να τον πλησιάσει, μένει μακριά, κρύο κάνει, λέει. Όποιος έρθει πιο κοντά -δεν χρειάζεται καν άγγιγμα, μιαν ανάσα τρυφερή- θα δει τον πάγο να λιώνει, να γίνεται δάκρυ, να γλιστρά στα χέρια του, να παίρνει τις μορφές που του δίνουν τα δάχτυλα που τον κρατούν. Ξέρω τώρα τι θα πεις, πως ο πάγος λιώνει και δεν μένει στο τέλος τίποτα να θυμίζει αυτό που ήταν, μάλλον δεν ξέρω αν το πεις, εγώ αυτό θα σκεφτόμουν, έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς να θέλω να παραθέσω κανένα σοβαρό αντεπιχείρημα, μόνο για να διανθίσω την κουβέντα με ένα σχόλιο, που θα προβληματίσει σοβαρά όλους, εκτός από εμένα που την είπα, θα μείνουν ώρα να αναρωτιούνται για τις φιλοσοφικές προεκτάσεις αυτού του ερωτήματος, όπως θα κάθονταν ώρα να αναρωτηθούν για το αν κοιμούνται οι πίνακες τα βράδια ή αν ένας καμβάς μυρίζει όπως η εποχή που απεικονίζει.

Thursday, September 10, 2009

Είσαι;

Ευτυχώς κρατούν λίγο, αυτές οι στιγμές, λέω, που νιώθω σαν τεράστιο κόκκινο μπαλόνι που φουσκώνει, φουσκώνει, κι είναι έτοιμο να σκάσει. Μετά πάλι ηρεμώ, αποφασίζω σθεναρά για πράγματα που λίγο αργότερα, ίσως και στιγμές μετά, θα έχω αποφασίσει κάτι άλλο. Δεν είναι δυνατόν να κρατήσω ποτέ μια σταθερή στάση, να έχω ένα ξεκάθαρο συναίσθημα, ο,τι να 'ναι ρε παιδί μου, φτάνει να είναι αυτό και όχι άλλο, να μην έχω αυτά τα πισωγυρίσματα που με κουράζουν; Και όταν κουράζομαι θυμώνω, και με προτιμώ θυμωμένη απ' ο,τι στενοχωρημένη. Κι όταν θυμώνω γίνομαι σκληρή, και μου αρέσω περισσότερο σκληρή απ' ο,τι τρυφερή και γλυκιά. Κι όταν είμαι σκληρή πονάω και τους άλλους, και ποτέ δεν σκέφτηκα να τους κάνω κακό, ποτέ δεν σκέφτηκα κακό για κανέναν, απλά εκείνες τις στιγμές δεν μπορώ να με ελέγξω, εγώ, που προσπαθώ να χαράξω με ακρίβεια τις διαδρομές μου στον παγκόσμιο χάρτη, εγώ, που προσπαθώ να απλώσω τα ρούχα με τα σωστά μανταλάκια στα σωστά σημεία, για να μην αφήσουν σημάδι, εγώ, που θα σκουπίσω προσεκτικά τα ποτήρια να μην μείνουν σημάδια από το νερό, εγώ, που πλέον δεν θα πιω παραπάνω απ' όσο αντέχω, γιατί σιχάθηκα τους μεθυσμένους ύπνους της ζάλης, εγώ, που θα περπατήσω στις μύτες να μην ακουστούν τα παπούτσια μου στο κάτω πάτωμα, εγώ, που θα χαμογελάσω, ακόμα κι αν μου μιλήσουν άσχημα, εγώ, που το κρατάω, το κρατάω μέσα μου, μα μια μέρα, στα ξαφνικά, χαμογελώντας θα σου πω να το ακούσεις αυτό που ήδη γνωρίζεις.
Να με φοβάσαι όταν θυμώνω.
Πέρνα να με πάρεις για ένα καφεδάκι... Πάμε να κάνουμε κοπάνα! Ναιιιιι! Πάμε να μας φυσήξει ο δροσερός αέρας του φθινοπώρου με σταγόνες βροχής κρυμμένες πίσω από σύννεφα. Πάμε να τρέξουμε στη διάβαση, καθώς θα έχει ανάψει το κόκκινο. Πάμε να κοιταχτούμε χωρίς να μιλάμε και να γελάσουμε, απλά και μόνο στο άνοιγμα μιας πόρτας. Πάμε να δούμε μια έκθεση τέχνης ακαταλαβίστικη. Πάμε να χαζέψουμε φωτογραφίες ασπρόμαυρες με πορτραίτα θλιμμένων περαστικών. Πάμε να κοιτάξουμε την αντανάκλασή μας σε βιτρίνες με ρούχα αδιάφορα. Πάμε σε κείνο το καφέ με τα ξύλινα πατώματα και τη τζαμαρία που βλέπει μόνο θάλασσα. Πάμε να πάρουμε εφημερίδες να διαβάσουμε και να τις τσαλακώσουμε πάνω στα πόδια μας, καθώς θα σκύβουμε να φιληθούμε. Είσαι;

Monday, September 07, 2009

UTC±1

Δεν είναι να τον χάνεις αυτόν τον ήλιο νωρίς το πρωί, τεράστιο, πορτοκαλή! Και μόνο που ξέρω ότι είσαι κάπου εκεί δίπλα του -όπως τον βλέπω εγώ από το παράθυρο, δηλαδή, γιατί εσύ τον βλέπεις κάπου αλλού δίπλα (η άποψη/view, όπως κι αν την πάρει κανείς, όποια από τις δύο ερμηνείες της, είναι υποκειμενική, ανάλογη με το σημείο αναφοράς, όπως κι η αλήθεια)- είναι καλύτερα να μένω ξύπνια και να τον κοιτάω, από το να μένω ξαπλωμένη στο κρεβάτι προσπαθώντας μάταια να κοιμηθώ, ενώ εσύ δεν είσαι δίπλα μου.
Γυρίζω τα δωμάτια, καθένα τη δική του ξεχωριστή μυρωδιά, δανεισμένη από σένα, τις έφερες όλες μαζί σου σε δυο τσάντες και τις άνοιξες, σκόρπισαν στον χώρο και κάθισαν σε έπιπλα, πότισαν τα υφάσματα, ανακατεύτηταν με μια μυρωδιά κάρβουνου στο σαλόνι, με τη μυρωδιά των πλυμένων ρούχων έξω απ' την κουζίνα, με τη μυρωδιά της κρεβατοκάμαρας, όπως μυρίζει όταν κάποιος φεύγει κι αφήνει ένα κενό σημείο στο κρεβάτι, που ακόμα κρατάει το σχήμα και τη ζέστη του, μυρίζει ξύλο και όνειρα και τρυφεράδα και ιδρώτα της νύχτας και Κυριακή -κι ας μην είναι- δεν πειράζω τίποτα, δεν στρώνω το σεντόνι, να τρέχω εκεί να σε αναπνέω και να φαντάζομαι ότι τάχαμου ξυπνάω δίπλα σου, σε φιλώ καλημέρα, έξω έχει ήλιο, σηκώνομαι και σε κοιτώ που κοιμάσαι ακόμα και χαζεύω λίγο μόνο από το παράθυρο -τόσο αντέχω να μην σε ακουμπάω - ξαπλώνω πλαϊ σου ξανά... δεν ντύνομαι. Τυλίγεις γύρω μου τα χέρια σου... Άντε, πού είσαι;
Τι ώρα είναι;
Πάλι πιάστηκα να μιλάω κι ο ήλιος ανέβηκε, τα χρώματα άλλαξαν, τώρα πια κάνει ζέστη, όχι την τρυφερή ζέστη του υπνοδωμάτιου πίσω απ' τα κατεβασμένα στόρια, μα εκείνη τη ζέστη που καίει τα πάντα, τα ξεθωριάζει. Με αυτόν τον ήλιο δεν σε βλέπω καλά. Ξάσπρισε το τοπίο, έγινε σκληρό, κι ας έχει τόσο πράσινο τριγύρω. (Μα γιατί δεν ακούγονται τζιτζίκια);
Πεινάς; Να σου 'φερνα κάτι να φας... Γελάς; Να 'μουν εκεί μόνο να σε βλέπω... Κουράστηκες; Να 'ρχόμουν να σ' αγκαλιάσω λίγο, να σου χαιδέψω τον λαιμό... Τι κάνω μόνη μου εδώ;

Ήθελα να σου φωτογραφίσω τον ήλιο λίγο μετά τις 7. Μα ξεχάστηκα να σε σκέφτομαι και τον έχασα...

Thursday, September 03, 2009

4 του Αυγούστου

...Γυρίζεις το κλειδί, ανοίγεις την πόρτα, βγάζεις τα παπούτσια, πατάς με γυμνά πόδια σε πλακάκια που δεν έχει δει το φως του ήλιου -ή μάλλον εσύ δεν το είδες να τα βλέπει. Βάζεις κρύο νερό σ' ένα ποτήρι κι ενώ γεμίζει, πιάνεις τον ιδρώτα στο μέτωπό σου, σκονισμένα τα μαλλιά και το δέρμα σου, θυμάσαι εκείνον τον στίχο "μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με απ' τη μοράβια". Καμιά φορά νομίζεις πως θα ξυπνήσεις απ' αυτό το όνειρο, πάλι ιδρωμένος θα 'σαι, θα κοιτάξεις δίπλα σου, εκείνη θα κοιμάται ήσυχη, μα ποιος ξέρει σε ποιο όνειρο κι αυτή να ταξιδεύει;, θα προσπαθεί κάτι να σου πει, μα δεν θα μπορεί να κουνήσει τα χείλη της, εδώ το 'χει, αν δεν ήταν όνειρο απλά δεν θα την άκουγες, θα ξεροκαταπιείς σ' ένα στεγνό στόμα, θα την αγκαλιάσεις σφιχτά, θα κλείσεις τα μάτια, όταν ξυπνήσεις θα είναι ένα άλλο όνειρο.

Wednesday, September 02, 2009

Σόλο

Είμαι κιθάρα.
Αφήνομαι στα χέρια σου.
Παίξε μαζί μου.