Tuesday, February 09, 2010

Resolution

Κι είπες κάτι σαν "αν δεν της μιλήσω να μου το πει η ίδια, δεν θα το πιστέψω". Σαν σε δυο σειρές να το είδα γραμμένο. Δεν μιλήσαμε, βέβαια, αλλά, σαν υπνωτισμένη σηκώθηκα, και λες και ένιωσα πως με έψαξες. Την έχουμε ακόμα αυτήν την άτυπη επικοινωνία.

Τον τελευταίο καιρό δεν είμαι σε αναμενόμενα πόστα. Όσοι θέλουν, ξέρουν πού θα με βρουν. Όπως τους βρίσκω κι εγώ. Για τους υπόλοιπους δεν με νοιάζει. Βαρέθηκα να κουνάω χέρια και να τρέχω ίσια πάνω, βαρέθηκα ακόμα και να θυμάμαι, βαρέθηκα να ψάχνω και να αναρωτιέμαι. Αρκετές εύκολες ή και μόνες λύσεις έψαξα και βρήκα για τους άλλους. Την πέρασα τη φάση και φτάνει για τώρα. Μέχρι όποτε. Κουράστηκα, κι είπα να τις αλλάξω τις παλιές συνήθειες που με συντρόφευαν χρόνια. Είπα να αποκτήσω καινούριες. Μικρή είναι η ζωή, το διαπιστώνω κάθε μέρα που μεγαλώνω. Αρχίζω πλέον να χάνω ανθρώπους, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικούς, κι έχω δρόμο ακόμα. Είναι δύσκολο να αλλάξεις συνήθειες, ακόμα και τις παραμικρές, εκείνες που ποτέ δεν είχες ονομάσει ως τέτοιες. Να τις αντιληφθείς, αρχικά, και μετά να τις αλλάξεις. Να πατήσεις το κουμπί του ραδιοφώνου, αντί της τηλεόρασης. Να κοιμηθείς στις 4 αντί στις 6. Να φας στο κρεβάτι αντί στον καναπέ. Να μην χρειάζεται να πιεις ούτε στάλα, για να νιώσεις καλά. Να σηκώσεις το τηλέφωνο τη στιγμή που σου 'ρχεται και να μιλήσεις. Να πατάς pause στον χείμαρρο των αναλυτικών σου σκέψεων. Μικρές αλλαγές, που μπορούν περιέργως να κάνουν τη διαφορά.

Τον τελευταίο καιρό μόνο ευχές δίνω. Στους άλλους. Για ο,τι εγώ δεν μπορώ να κάνω για αυτούς και καλούνται να το κάνουν μόνοι τους. Τους εύχομαι να έχουν ο,τι επιθυμήσουν. Για μένα αποφάσισα μόνο να πράττω. Και να αλλάξω. Να μου δώσω λίγη σημασία. Να με προσέχω. Να με νοιάζω. Και, τελοσπάντων, να πάω κόντρα ακόμα και στα
θέλω των άλλων. Εκείνα που ήταν τα πρέπει μου. Όχι γιατί έτσι έπρεπε, αλλά γιατί έτσι επέλεγα ή, χειρότερα, γιατί αυτό ήθελα. Ποιος στα κομμάτια πρέπει;

Tuesday, February 02, 2010

...έστω μία...

Κι ούτε μια φωτογραφία έχω από τότε, να δω αν έκλαιγα, αν χαμογελούσα, αν κρύωνα κι είχαν μελανιάσει τα χείλη μου, να δω πώς κρατούσα τα διάφορα που μου δίνατε για να παίζω και να ξεχνιέμαι, να δω το χρώμα των μαλλιών και των ματιών μου, να δω πώς με κοιτούσαν οι "από 'δω" κι οι "από 'κει", να δω πόσο ευτυχισμένοι ήσαστε, αν δακρύσατε, αν έλαμπαν τα νεανικά σας δόντια στον ήλιο που έμπαινε χρωματιστός από τα βιτρό παράθυρα, να δω τι ώρα ήταν, αν ήταν πρωί ή μεσημέριαζε, ούτε καν την εποχή ξέρω, πόσο μάλλον τον μήνα, μωρό ήμουν, από αγκαλιά σε αγκαλιά με αντάλλαζαν με φιλιά, τη γύμνια μου κανείς δεν πρόσεξε όσο μετά, μύριζα πούδρα και μια κρέμα σε μεταλλικό κουτί με γαλάζιο καπάκι, που είχε πάνω ένα μωρό ή πελαργό, δεν θυμάμαι, να δω αν φορούσα καπέλο, τι χρώμα ήταν τα ρούχα μου, είχε κόσμο η εκκλησία ή όχι;, ποιοι δεν έβλεπαν καλά και σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών τους; εσύ ήσουν όμορφη; σε είχε μήπως πληγώσει κανείς και μέσα σου πονούσες; έκανες το σταυρό σου κι αναστέναζες να μ' έχει καλά εκείνη η δύναμη που με έσωσε τόσες φορές μετά από κούνιες που έπεσα, από σκυλιά που με πλησίασαν με άγριες διαθέσεις, από σκάλες που γλίστρισα, από ποδήλατα που με χτύπησαν, από ανθρώπους που με πόνεσαν, από εκείνο το μαύρο που συχνά με ρουφάει μέσα του να με πιει και να με φάει-να είναι τάχα που προσεύχεσαι συχνά για μένα;, να δω την αγάπη και τη χαρά και το μοίρασμα... ...Τίποτα δεν έχω από εκείνη τη μέρα... ...Τίποτα δεν ξέρω....