Thursday, July 21, 2005

Sepia...

Ήταν σε χρώμα του πάγου, θα το αναδεικνύει πολύ μια φωτογραφία σε σέπια, σκέφτηκε. Σαν εκείνες που έβγαζαν νύφες η μαμά ή η γιαγιά της, όλο δανδέλα και κάτι αστραφτερά στολίδια, να φωτίζουν σαν αστράκια στον ουρανό πάνω από τη λίμνη. Σαν να της μίλησε στην ψυχή της, στα όνειρά της, όχι εκείνα τα όνειρα με πρίγκιπες και σταχτοπούτες, αν και πολύ της άρεσαν...Σαν κάτι να χαϊδεψε την ψυχή της, να την ηρέμησε, να της ζέστανε το μέτωπο, όπως το χέρι της μαμάς της όταν ήταν παιδί, τα βράδια που ξυπνούσε από έναν εφιάλτη. "Όλα θα παν καλά", τής είπε η φωνή της ψυχής της...Και πόσο την εμπιστεύεται!...

Friday, July 08, 2005

Να γινόταν να φύγω!...

Χτες βράδυ σηκώθηκε από το κρεβάτι της τρεις φορές. Τη μια άνοιξε την τηλεόραση, την άλλη κάθισε στον καναπέ μες στο σκοτάδι και την τρίτη πήγε στο μπάνιο να κλάψει με την ησυχία της...Ύστερα ξάπλωσε ξανά, και ευχήθηκε να μπορούσε να εξαφανιστεί, να διαλυθεί, να μην ξυπνήσει το πρωί, όλα να γίνουν ήσυχα, χωρίς η ίδια να καταλάβει τίποτα. Πρέπει τόσο να το πίστεψε, που νόμισε πως είδε μια πράσινη λάμψη, σαν από σμαράγδι, και μετά μια πορτοκαλί, σαν από υάκινθο...Μετά φοβήθηκε...Κάποιοι της έλεγαν πως μορφές εμφανίζονται αν τις καλέσεις δυνατά στη σκέψη σου. Στο σαλόνι ένα αμυδρό φως από τη νύχτα. Έκλεισε τα μάτια και παρακάλεσε κάποιον που την αγαπά να τη βοηθήσει. Μετά κοιμήθηκε. Με κάποιους μιλούσε στον ύπνο της, της είπαν. Μάλλον θα μάλωνε, για ένα κολιέ που δεν ήθελε να φορέσει, για όλα εκείνα τα πράγματα που θα ήθελε να γίνουν διαφορετικά, ίσως και να μην ήξερε πώς. Να γινόταν να φύγει από όλα...

Thursday, July 07, 2005

Ταξίδια στον χρόνο...


















Μικρή ονειρευόταν ότι έπεφτε σε μια πολύχρωμη δίνη, κάπου κοντά στην άκρη της πλατείας, και έβγαινε άλλοτε σε μια γέφυρα άλλοτε σε χρόνια περασμένα. Άλλοτε πάλι ονειρευόταν ότι πετά πάνω από μέρη αγαπημένα, πάνω από καταπράσινα δέντρα και μικρά σπίτια. Άλλοτε άνθρωποι που είχαν φύγει από κοντά της κατέβαιναν στη γη, κι εκείνη τους ρωτούσε πώς είναι ο παράδεισος, κι αν εκεί πάνω κάνουν καλή παρέα μεταξύ τους...Τον παππού της κόντευε να τον ξεχάσει, ή, καλύτερα, ένιωθε σαν να τον είχε γνωρίσει σε ένα όνειρο. Ένιωθε ακόμα να γένια του να την τσιμπάν, καθώς τον φιλούσε. Έβλεπε τον καπνό του τσιγάρου του...την κίνησή του καθώς της έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο, κι εκείνη τότε δεν καταλάβαινε τίποτα, και πόσο το έχει μετανιώσει που δεν ήξερε να εκτιμήσει, κι εκείνος της έλεγε να μην γνωρίσει πόλεμο ποτέ της, να μην μάθει ποτέ τι είναι ... Τα μεσημέρια που την έβαζαν να κοιμηθεί μαζί με τα ξαδέρφια, εκείνη ήθελε να βγει στον ήλιο και να κάνει ποδήλατο. "Να στεγνώσουν τα μαλλιά και μετά", έλεγε η γιαγιά. Σε στιγμές μεγάλης αποφασιστικότητας άνοιγε σιγά - σιγά την πόρτα και ξεμύτιζε στο πυρωμένο τσιμέντο της αυλής. Μέλισσες και κάψα μεσημεριού. Στην τηλεόραση έπαιζε κάτι κινέζικα παραμύθια. Κατέβαινε στον δρόμο. Ο παππούς καθάριζε μήλα για τις κατσίκες του. Τα έβαζε σε μια παλιά κατσαρόλα και χαιρετούσε τους περαστικούς με ένα πλατύ χαμόγελο. "Γεια σου παλικάρι μου".
Εκείνη έψαχνε λεφτά για παγωτό. Μια φορά έκλεψε από το ταμείο του αδερφού της για να φάει και δεύτερο. Της άρεσε εκείνη η σοκολάτα που ήταν στο κέντρο κι όχι τόσο η βανίλια γύρω-γύρω. Ακόμα της αρέσει η σοκολάτα...Όπως και τα ταξίδια στον χρόνο...

Tuesday, July 05, 2005

Η φούστα της...

Η φούστα της ανέμιζε στο βραδινό αεράκι, ενώ κάπου μακριά, από ένα μαγαζί, ακουγόταν ένα γνωστό της τραγούδι, που εκείνη την ώρα λες και κάτι της ψιθύριζε κάτι στην καρδιά. Ζούσε ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα -ή, καλύτερα, ακροβατούσε μεταξύ των δύο...Κάποια φίλη τής είχε μιλήσει για μια όχθη, που κόντεψε να την περάσει και να τρελαθεί. Δεν ήξερε αν ήταν κοντά. Ήξερε μόνο ότι προτιμούσε τα όνειρά της, με όλα τους τα άγχη και τις χαρές. Προτιμούσε το παρελθόν από το παρόν και το μέλλον. Άραγε, ποιος ορίζει τι είναι πραγματικό και τι όχι; Ίσως η πλειονότητα, γι'αυτό και ό,τι ξεφεύγει είναι ανεπιθύμητο....απροσάρμοστο.
Ήθελε μόνο να φεύγει, να ταξιδεύει, να πλέει σε καράβια και να πετά με αεροπλάνα, να χάνει τρένα και να περιμένει για ώρες στους σταθμούς, παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω της.
Εκείνη η ακτή ήταν κάτω από έναν γκρεμό, και στην κορφή κτήματα με λεμονιές. Κίτρινο, πράσινο και θαλασσί. Τα έβαλες ποτέ δίπλα δίπλα; Δεν μιλάω για τα χρώματα, μιλάω για ό,τι κρύβουν: το πράσινο φύλλο, ο γαλανός ουρανός, το κατακίτρινο φρούτο....Θα σε μαγέψουν....
Κάποτε ξάπλωνε κάτω από τα δέντρα και ήθελε να μεγαλώσει.
Τώρα θα ήθελε να είναι ακόμα εκεί, ο χρόνος να μην έχει αλλάξει, ούτε οι άνθρωποι...Η γιαγιά της να μην είχε γεράσει και η ίδια να μην σκεφτόταν το θάνατο. Να ζούσε με παιχνίδι και βαρετές παιδικές υποχρεώσεις. Να έπαιζε κρυφτό και να ερωτευόταν ξανά, αθώα και ανέλπιδα....Να πίστευε πως, αν παρακαλέσεις πολύ για κάτι, αυτό θα γίνει....Να πίστευε πως αν κάνει μια ευχή σε ένα αστέρι που πέφτει, την άλλη μέρα εκείνος θα την αγαπούσε. Να καθόταν στη βρύση ένα βράδυ καλοκαιριού και να να μετρά τις πυγολαμπίδες στα χόρτα. Να ξάπλωνε με φρεσκοπλυμένα πόδια σε καθαρά σεντόνια. Να ντυνόταν για την εκκλησία τη μέρα της ονομαστικής της γιορτής και να συνόδευε τον παππού της, που δεν έβλεπε καλά. Να μπορούσε να ξαναδεί εκείνους που έφυγαν, και που πάντα νιώθει πως τους χρωστά λόγια και αγκαλιές... Να έκλαιγε λιγότερο, μα να μπορούσε πάντα να γράφει....Να έκανε τα ίδια λάθη και να πονούσε το ίδιο....