Monday, September 24, 2012

Επιστροφή


Η κόρη της είχε προβεί στο απονενοημένο διάβημα. Για μια αιωνιότητα, αν τόσο ζούσε, θα άναβε στη μνήμη και την εικόνα της το καντηλάκι στην κουζίνα να καίει νύχτα-μέρα. Φύτευε και πρόσεχε λουλούδια, τα είχε σαν εγγόνια -καλύτερα, σαν δισέγγονα. Απ' όλα είχε, και εγγόνια και δισέγγονα και αγάπη και φροντίδα. Μα τα μαύρα δεν τα είχε βγάλει ούτε λεπτό από πάνω της. Ίσως να ήθελε να φύγει από τότε, χρόνια τώρα. Ίσως και να μην ζούσε, μέσα της. Ίσως εκείνη να ερχόταν τα βράδια στον ύπνο της και να της έλεγε "μάνα, όχι ακόμα". "Καλά, παιδί μου", ξημέρωνε, νύχτωνε, το γάλα, το ψωμί και το μέλι, το σάλι στην πλάτη από χέρια ξένα και οικεία, το ποτιστήρι, ο ήλιος, οι αέρηδες, οι εποχές, πέθανε η απέναντι, αρρώστησε η αποκάτω, έλα για έναν καφέ, είσαι καλά; δεν σε είδα σήμερα, αχ. Εκείνος ο βήχας τον τελευταίο καιρό την είχε κουράσει. Με τα φάρμακα δεν γινόταν τίποτα πια. Στα όνειρά της είχε αποθέσει τις τελευταίες τις ελπίδες. Όταν εκείνη της είπε "μάνα, έλα", γλύκανε και ηρέμησε και χαμογέλασε, όπως δεν την είχες δει ποτέ ξανά. Για εκείνες, ήταν μια μάνα που τα άφησε. Για κείνη, ήταν μια κόρη που έχασε.