Monday, December 22, 2008

Περιπλανώμενοι (βλ.επίσης: Γιαν Χένρικ Σβαν)

Το κρύο την πιρούνιαζε ως το κόκκαλο, τα δελτία προμήνυαν χιόνια, σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε, "sounds greek to me", θα σκεφτόταν, αν μιλούσε αγγλικά. Η μόνη γλώσσα που μιλούσε ήταν εκείνη του σώματος, να περπατά στα φανάρια, ένα συνεχές πάνε-έλα στη νησίδα, χωρίς σκοπό, είχε πάψει να ελπίζει, οι σκέψεις της μπλέκονταν με τα βήματά της, τόσο που νόμιζε πως έκανε ο,τι σκεφτόταν, γελούσε, έκανε έρωτα, τον είχε στην αγκαλιά της, ήταν ευτυχισμένοι, χάζευαν τα φώτα μιας πόλης από τη ζέστη του δωματίου τους. Ίσως γι' αυτό δεν επαιτούσε, αν την έβλεπες θα αναρωτιόσουν τι άραγε ζητά εκεί, δεν καταλάβαινες, δεν μιλούσε, ούτε καν σε κοιτούσε. Αν θύμωνες με την αδιαφορία της, δεν θα είχες την ευκαιρία να αντιληφθείς ότι ελάχιστα την ένοιαζες, ελάχιστα την ένοιαζε αν θα ζήσει ή θα πεθάνει, καμμιά φορά κι η ίδια αναρωτιόταν τι έκανε εκεί...Δεν ξέρω, δεν τη ρώτησα, όσο κι αν θα το ήθελα, δεν θα της ζητούσα ίσως ποτέ να μου κάνει παρέα να πιούμε ένα τσαϊ ένα χειμωνιάτικο πρωινό σαν κι αυτό, δεν θα της άφηνα να μου χαϊδέψει το χέρι, δεν θα το άντεχα ούτε καν να με κοιτάξει στα μάτια, είμαι σίγουρη πως θα καθρεφτιζόμουν μέσα τους, περιπλανώμενη κι εγώ σαν κι εκείνη, στο ζεστό μου αυτοκίνητο, με προορισμό το πουθενά.

Friday, December 19, 2008

Φτάσαμε...

Ζήτησε από τον ταξιτζή να τη σταματήσει στην είσοδο, να αγοράσει λίγα λουλούδια κι ένα κεράκι, μάλλον για εκείνον. "Πέντε λεπτά θα κάνω, ούτε πέντε, δύο, δεν θα αργήσω". Την έμαθαν από μικρή να μην καθυστερεί, να μην αλλάζει πλάνα, να είναι τυπική, ακριβής και ευγενική. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος σε αυτήν την ηλικία. Στον δρόμο μιλούσε μόνη της για τον καιρό, για την κίνηση, για το κρύο που δεν έρχεται... κουβέντα για όσους έχασε. Αυτό το άφησε για μετά, να κλάψει με την ησυχία της, να βγάλει το μαντιλάκι από την τσέπη, να ξεσφίξει το μαντίλι να το ακουμπήσει στους ώμους, να του πει για τα παιδιά που δεν την αγκαλιάζουν πια, προσπαθεί να τα φιλήσει και σφίγγουν το κορμί σαν σε ξένο, για το σπίτι που άδειασε χωρίς εκείνον, για το φαγητό που είναι πολύ για ένα άτομο, για τα πόδια της που πονάνε, γέρασε... κι ύστερα να σφίξει ξανά το μαντίλι και να πάρει το δρόμο της επιστροφής. "Στρίψε εδώ αγόρι μου, αριστερά και μετά ευθεία, προχώρα ίσια, δεξιά τώρα, ίσια πάλι, αριστερά, φτάσαμε. Δεν μπορώ να περπατήσω, συγγνώμη που σε καθυστέρησα κοπέλα μου, καλές γιορτές". Είχε βγει ένας δυνατός ήλιος, απέραντη ησυχία και θέα, χώρος ανάπαυσης και ανάτασης, κανείς δεν μιλάει, όλοι περπατάνε βουβοί, τα σώματά τους με τον ήλιο από πίσω φαίνονται σαν μαυροφορεμένων αγγέλων .

Wednesday, December 10, 2008

Μερικά πράγματα...

Είναι μερικά πράγματα που δεν τα "χαρίζεις", απλά περιμένουν υπομονετικά να έρθει κάποιος που του ανήκουν και του τα μεταβιβάζεις. Είναι μερικά πράγματα που βρίσκονται στα χέρια σου μόνο και μόνο γιατί αυτά είναι που πρέπει να τα παραδώσουν. Είναι και μερικά πράγματα που ίσως και να μην μπορούσαν ποτέ να σου ανήκουν. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορείς να είσαι φορέας τους. Ίσως πάλι η αξία κάποιων πραγμάτων να συνίσταται απλά στο να χαρίζονται.

Monday, December 08, 2008

Excerpt (Einstein's Dreams, by Alan Lightman)

26 April 1905
In this world, it is instantly obvious that something is odd. No houses can be seen in the valleys or plains. Everyone lives in the mountains. At some time in the past, scientists discovered that time flows more slowly the further from the center of the earth. The effect is minuscule, but it can be measured with extremely sensitive instruments. Once the phenomenon was known, a few people, anxious to stay young, moved to the mountains. Now all houses are built on Dom, the Matterhorn, Monte Rosa, and other high ground. It is impossible to sell living quarters elsewhere. Many are not content simply to locate their homes on a mountain. To get the maximum effect, they have constructed their houses on stilts. The mountaintops all over the world are nexted with such houses, which from a distance look like a flock of fat birds squatting on long skinny legs. People most eager to live longest have built their houses on the highest stilts. Indeed, some houses rise half a mile high on their spindly wooden legs. Height has become status. When a person from his kitchen window must look up to see a neighbor, he believes that neighbor will not become stiff in the joints as soon as he, will not lose his hair until later, will not wrinkle until later, will not lose the urge for romance as early. Likewise, a person looking down on another house tends to dismiss its occupants as spent, weak, and shortsighted. Some boast that they have lived their whole lives high up, that they were born in the highest house on the highest mountain peak and have never descended. They celebrate their youth in their mirrors and walk naked on their balconies. Now and then some urgent business forces people to come down from their houses, and they do so with haste, hurrying down their tall ladders to the ground, running to another ladder or to the valley below, completing their transactions, and then returning as quickly as possible to their houses, or to other high places. They know that with each downward step, time passes just a little bit faster and they age a little more quicly. People at ground level, never sit. They run, while carrying their briefcases or groceries. A small number of residents in each city have stopped caring whether they age a few seconds faster than their neighbors. These adventuresome souls come down to the lower world for days at a time, lounge under the trees that grow in the valleys, swim leisurely in the lakes that lie at warmer altitudes, roll on level ground. They hardly look at their watches and cannot tell you if it is Monday or Thursday. When the others rush by them and scoff, they just smile. In time, people have forgotten the reason why higher is better. Nonetheless, they continue to live on the mountains, to avoid sunken regions as much as they can, to teach their children to shun other children from low elevations. They tolerate the cold of the mountains by habit and enjoy the discomfort as part of their breeding. They have even convinced themselves that thin air is good for their bodies and, following that logic, have gone on spare diets, refusing all but the most gossamer food. At length, the populace have become thin like the air, bony, old before their time.