Wednesday, January 28, 2009

Θέλω!

Θέλω να έρθεις αθόρυβα από πίσω μου και να με αγκαλιάσεις από τη μέση τρυφερά, να βάλεις το πρόσωπό σου στο λαιμό μου και να μου ψιθυρίσεις πως με θες ή απλά να αναπνέεις ή απλά να είσαι εκεί και να νιώθουμε ο ένας την παρουσία και τη ζέστη του άλλου. Θα χαϊδεύω τα χέρια σου με τα δικά μου, θα χαμογελώ γνωρίζοντας ότι είσαι καλά δίπλα μου, θα διακόψω την κουβέντα μου χωρίς να ζητήσω "συγγνώμη" και θα γυρίσω να σου δώσω ένα φιλί, όχι στα πεταχτά, όχι καθόλου, δεν τα ξανακάνω αυτά τα λάθη, αυτή τη φορά θα πάψουν όλα γύρω μου, οι θόρυβοι θα σταματήσουν, οι εικόνες θα ξεθωριάσουν, θα είσαι μόνο εσύ κι εγώ, δεν θα αφήσω καμία στιγμή να πάει χαμένη, δεν θα αφήσω κανένα "μη" ή "πρέπει". Θα κάνω αυτό που θέλω.

Sunday, January 25, 2009

Αν είναι να ΄ρθει, θε να ΄ρθεί...

Α! τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νά ’ρθει θε να ’ρθεί, δίχως να νιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβημένα

θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια ’ναι.

Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νά ’ρθει, θε να ’ρθεί
κλειστά όλα νά ’ναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.

Αλλιώς, κι αν είναι ολόφωτο το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι νά ’ρθει θε να ’ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.

Η αγάπη, Κ. Ουράνης

Thursday, January 22, 2009

Αναμονή... (ή Όσα χωράνε στις στιγμές...)

Πριν λίγο καιρό (γιατί ήδη από τότε περίμενα) θα περίμενα μέρες, μετά οι μέρες έγιναν ώρες και τώρα πια σε περιμένω κάθε στιγμή. Κάθε ρήμα που συνοδεύει την ανάγκη μου για σένα καταλαμβάνει πλέον κάθε στιγμή, σε θέλω, μου λείπεις, σε ψάχνω, σε αναμένω, σε σκέφτομαι, σε φαντάζομαι, σε θυμάμαι.... Πάντα θαύμαζα τους ανθρώπους που μπορούν με τα λόγια ή τα γραπτά τους να σπάσουν μια στιγμή σε χίλια κομμάτια και να αναλύσουν κάθε ένα από αυτά σαν να αξίζει για όλες τις στιγμές μαζί και να τις χωρά, αυτούς που παίρνουν μια συχνά απειροελάχιστη διάρκεια του χρόνου, ίσαμε το κλικ μιας κάμερας, και την ακινητοποιούν, την επεκτείνουν, τη γεμίζουν με συναισθήματα, επιθυμίες, φόβους, ανάγκες.... Να μπορείς να γράψεις όχι για τις στιγμές, μα για όσα χωράνε σε αυτές, για όσα χωράνε μες στη στιγμή που σ' έκαψε ο καφές που σήκωσες βιαστικά να πιεις για να προλάβεις, στη στιγμή που τον πρωτοαντίκρυσες να πλησιάζει μες στη νύχτα με βήματα σχεδόν χορευτικά, στη στιγμή που έσβησες το τσιγάρο σου σε ένα χάρτινο ποτήρι σε κάποιον κρύο σταθμό που σε έδιωχνε το ξημέρωμα, στη στιγμή που σε κοίταξε εκείνη, κι ενώ δεν στο είπε, ήξερες πως σε χρειάζεται, στη στιγμή που όλα βαθαίνουν όταν κοιτάς τα μάτια του, στη στιγμή που σε σφίγγει μια μικρή αγκαλιά που δεν χωράς, μα εκείνη δεν το ξέρει και δεν τη νοιάζει, και πόσο θες να τη σφίξεις κι άλλο δυνατά και να της πεις να μην ακούσει κανέναν καθώς μεγαλώνει, μόνο την καρδιά της, κι όσο κι αν μεγαλώσει να μείνει πάλι μικρή, μπορεί να το κάνει αυτό για σένα;, στη στιγμή που σε χτυπά το πρώτο αεράκι της άνοιξης μες στο χειμώνα, στη στιγμή που αναρωτιέσαι "ονειρεύομαι ή μόλις ξύπνησα;", στη στιγμή που το ανέλπιδο προστατεύεται μήπως και τη γλιτώσει -και καλά κάνει, ίσως και να το καταφέρει, στη στιγμή που στρίβεις εδώ κι όχι εκεί, κι ίσως κάτι άλλο να χάνεις από αυτό που περίμενες να χάσεις και κάτι άλλο να βρίσκεις από αυτό που δεν περίμενες να βρεις, στην καθοριστική στιγμή που αποφασίζεις να πατήσεις το κλικ και κάποιος να σε διαβάσει σε mail, σε blog, σε comment, σε sms, στη στιγμή που μετανιώνεις και αυτό το όποιο κλικ δεν μπορεί να ξε-γίνει, κι εσύ αντιλαμβάνεσαι ξανά ότι δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω -μεγάλωσες και δεν λες να το καταλάβεις, μα ευτυχώς δεν έχασες ο,τι ευχήθηκες σε εκείνη τη μικρή αγκαλιά να θυμάται από σένα, όπως δεν έχασες τον δικό σου μοναδικό τρόπο να κοιτάς ή να αγγίζεις κάτι ή κάποιον αγαπημένο, στη στιγμή που οι στιγμές σου βγαίνουν στο φως και ανασαίνουν και ξανακρύβονται σε βυθούς του μυαλού σου και τις χάνεις και δεν ξέρεις καν ότι υπάρχουν, ούτε πού είναι, ούτε πόσες, ούτε ποιες, στη μαγική στιγμή που ένα κλικ μιας αφορμής θα τραβήξει το σκοινί, θα πέσουν τα όποια προσωπεία, θα ανοίξει η κουίντα κι εσύ θα ζήσεις και πάλι την αλήθεια σου από εκεί που την άφησες, σαν να μην πέρασε μια μέρα, θα ξανασυναντηθείς με εκείνη που είσαι, θα της χαμογελάσεις και θα την ξαναχάσεις, για λίγο ή για πολύ, ίσαμε να σου λείψει τόσο που θα έρθει εκείνη να σε βρει. "Ευτυχία είναι το να σε ξαναβρίσκω", θα προλάβεις μόνο να της πεις πριν φύγει ή θα το καταλάβει κοιτώντας σε.

Thursday, January 08, 2009

Στον Μπίλλυ.

Δούλευε ηλεκτρολόγος σε οικοδομές, τον φώναζαν στις 10 το βράδυ στο γήπεδο, να είναι σε επιφυλακή μην τυχόν πέσει το ρεύμα και εξαγριωθούν οι οπαδοί (με τόσο κόπο είχε καταφέρει η ομάδα να ανεβεί στην Α΄Εθνική, αυτό τους έλειπε τώρα!), στόλιζε με λαμπάκια χριστουγεννιάτικα και «καλή χρονιά» κολώνες, μέχρι και στο απομακρυσμένο χωριό της γιαγιάς του τον ειδοποίησαν να πάει, όταν σκοτείνιασε ο κεντρικός δρόμος από βλάβη (κάποτε αυτό δεν θα ενοχλούσε κανέναν, τώρα ο κόσμος θέλει πολύ φως για να νομίζει ότι βλέπει). Ποτέ δεν έδειχνε κουρασμένος και ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι κουράστηκε, ποτέ δεν πίεσε για τα ένσημα, έκανε υπομονή λίγο καιρό μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση, αρκεί που τα λεφτά ήταν στην ώρα τους. Δεν θύμωνε συχνά, αλλά ήξερε πώς θυμώνουν και είμαι σίγουρη ότι μπορούσε κιόλας να το κάνει. Συνήθως χαμογελούσε, ένα χαμόγελο σίγουρο, πιο σπάνια γελούσε δυνατά, όχι ότι ήταν θλιμμένος (το αντίθετο), ήταν σαν να δίσταζε, σαν να μην ήθελε να τραβήξει την προσοχή, αν ήταν μαθηματικός όρος θα ήταν ο μέσος όρος, αν ήταν όρος της φυσικής θα ήταν μια σταθερά. Δεν μιλούσε πολύ, αν και είχε μια ωραία φωνή, που πάντα μπέρδευες στο τηλέφωνο με εκείνη ενός παλιού έρωτά σου. Σου έλεγε τρυφερά «τι κάνεις κούκλα;» και θα του άρεσε αν τα μαλλιά σου ήταν κοντό καρέ. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ήταν ευχαριστημένος με όσα είχε, όχι ότι δεν είχε σχέδια, όχι ότι δεν κοιτούσε το μέλλον, απλά δεν έκανε και σπουδαία όνειρα, ίσως και να μην ήξερε πώς είναι αυτά. Έπινε το ίδιο ποτό, βότκα σκέτη, χωρίς πάγους και χυμούς, ένα ποτήρι καθαρό, με μετρημένη την ποσότητα. Δεν τον είδες ποτέ να μεθάει, ποτέ! Κι είσαι σίγουρη ότι έβγαινε, ότι περνούσε καλά, ότι διασκέδαζε, όχι ότι κάνατε και παρέα, δεν είχες πολλά να πεις μαζί του, ποτέ δεν τον πήρες τηλέφωνο, παρά για να του ευχηθείς για τη γιορτή του, όχι ότι δεν τον νοιαζόσουν, ίσα ίσα, τον θαύμαζες. Δεν ήξερε ξένες γλώσσες, με τη βία τελείωσε το σχολείο, δεν ταξίδεψε μακριά, ανέβηκε βέβαια σε καράβι, την πρώτη φορά με το παλιό, μεταχειρισμένο αυτοκίνητό του, τη δεύτερη με το καινούριο, δυνατό, σταθερό, στιβαρό, που χαιρόσουν να το τρέχεις. Όταν στο πρωτόδειξε, αναρωτήθηκες ποια κοπέλα δεν θα γούσταρε να κάθεται συνοδηγός ή ποια κοπέλα δεν θα τον πρόσεχε μέσα σε αυτό, δεν ήταν άσχημο παιδί, απλά διστακτικό, δεν θα του πήγαινε να κάνει μπαντιές αν και το σήκωνε το αμάξι, ποτέ δεν θα του έδινες σημασία, ήταν ένας από όλους εκείνους τους τύπους που δεν θα έγραφε κανείς γι’αυτόν, παρά για να υμνήσει το «απαρατήρητος». Μια μέρα που περνούσε με το αμάξι την συνάντησε. Του είχαν πει γι’ αυτήν, ήσυχη κοπέλα, της είχαν μιλήσει γι’ αυτόν, καλό παιδί και τέτοια. Καλοκαίρι ήταν, είχε ανοιχτό το παράθυρο, άνοιξε και το στόμα να της πει ένα γεια κι ας μην την ήξερε, δίστασε στο τέλος, την προσπέρασε, μετά το μετάνιωσε. Προχτές την ξανασυνάντησε, όμορφη κοπέλα, του ‘φαγαν και τα αυτιά, να τη γνωρίσεις, όχι πως δεν ήθελε, εκείνη έβγαινε από ένα κομμωτήριο, εκείνος περνούσε πάλι απ’ έξω τυχαία, χειμώνας, άνοιξε το παράθυρο και μαζί με τον κρύο αέρα του ήρθε το άρωμά της και τον αγκάλιασε. Κάτι ζεστό του χαϊδεψε την καρδιά κι άρχισε να χτυπά δυνατά, φοβήθηκε πως θα φαινόταν πάνω από τη φόρμα της δουλειάς, ακόμα και πάνω από το μπουφάν, ευτυχώς δεν του έσβησε το αμάξι, στα κλάσματα του δευτερολέπτου μέχρι να της πει «να σε πάω σπίτι;» σκέφτηκε τους δυο τους να γελάνε, να τρέχουνε σε δρόμους, να φιλιούνται, να ερωτεύονται…

Monday, January 05, 2009

Πώς;

Πώς να γράψεις για τις εικόνες, τους ήχους και τις μυρωδιές; Πώς να περιγράψεις τον έρωτα; Πώς να σταματήσεις τον χρόνο; Πώς να αθροίσεις τις στιγμές ή να τις πολλαπλασιάσεις; Πώς να τις ταξινομήσεις; Πώς να τις διαιρέσεις; (Ο μέσος όρος δεν υπάρχει, μόνο ακραίες τιμές). Πώς γίνεται να μετράς αντίστροφα και όλα να απομακρύνονται αντί να πλησιάζουν; Πώς είναι άλλοτε να μην σου φτάνουν οι ώρες, οι μέρες, κι άλλοτε να σου φτάνει μια στιγμή και να χωράει τα πάντα; Μάθε μου πώς να εκτιμώ την αξία των λεπτών, μάθε μου πώς και πού να αποτυπώνω την ώρα που σου κρατώ το χέρι, που σε κοιτώ στα μάτια, που μου ανήκεις και σου ανήκω, την επιθυμία μου να σκουπίσω τον ιδρώτα που γυαλίζει στο μέτωπό σου, τα χέρια σου όπως χορεύουν στο σκοτάδι, το βλέμμα, τη φωνή, το χαμόγελο, το άρωμα, τη ζέστη σου...Για τον πόνο μπορώ να μιλήσω πιο εύκολα, τον έρωτα τον ζω...