Friday, February 27, 2009

(χμμ...)


Μ' έπαιρνε από το χέρι η γιαγιά και κατηφορίζαμε για τον κήπο, πότε θα κοιτούσα μια πληγή στο γόνατο, πότε θα ένιωθα τη σκόνη να μπαίνει στα πέδιλα, πότε θα ένιωθα μια σταγόνα ιδρώτα να κυλά ανάμεσα στα στήθη μου, έκαιγε ο ήλιος στο σκούρο της μαντίλι, κι ας ήταν αργά το απόγευμα, κι ας ήξερες πως σε λίγο θα πιάσει εκείνο το δροσερό αεράκι που συνοδεύει τη δύση του ήλιου πίσω απ'τα βουνά. Σταματούσαμε σε μια ποτίστρα κι εγώ έπαιζα με τα βρύα κι έκλεινα το στόμιο της βρύσης με το χέρι μου, μόνο και μόνο για να δω το νερό να κατεβαίνει με ορμή, εκείνη με μάλωνε γλυκά κι έδενε ένα λάστιχο εκεί για να ποτίσει -αφού πρώτα βεβαιωνόταν πως είχαν περάσει όλα τα ζώα για να πιουν νερό. Πότε-πότε θα συναντούσαμε κανέναν βοσκό, που θα μας έλεγε καμιάν ιστορία για ένα αεροπλάνο που πέρασε χαμηλά και τον έκανε να σκύψει από τον φόβο του. Πότε θα μας σταματούσε μια γειτόνισσα για να ρωτήσει πώς παν οι ντομάτες, οι μελιτζάνες, οι πιπεριές και τα φασολάκια, "τίποτα φέτος, δεν θα 'χουμε να φάμε τον χειμώνα", πότε θα συζητούσαν για τις ντάλιες στον κήπο ή για τον χάμουργκα που έφαγε τις ρίζες και μαράζωσαν τα λουλούδια, ερωτήσεις πότε θα 'ρθουν και πότε θα φύγουν τα παιδιά, τι ώρα είναι η εκκλησία αύριο και τι ώρα θα χτυπήσει η καμπάνα,"έκανα γλυκό κεράσι, από αυτό που σου αρέσει Ιουλιτάκι, έλα το απόγευμα να φας", οι πόρτες πάντα ανοιχτές, μεσημέρια, απογεύματα, πρωινά -πότε άρχισαν να κλειδώνουν, αλήθεια;- χτυπάς ευγενικά, "έλα μέσα καλό μου, τι χτυπάς;", και σε υποδέχεται μια μεγάλη αγκαλιά που μυρίζει γλυκό ιδρώτα σε φανέλα, χώνεσαι μέσα της και δεν θες τίποτα άλλο για να χαμογελάσεις και να νιώσεις ασφαλής, σε κερνάν σοκολατάκια και παστάκια και κρύο νερό, δοκιμάζεις το φαγητό τους, φοράς σορτσάκι και κοντομάνικο κι έχεις τα μαλλιά σου λυτά, "θα κάψουν καρδιές αυτά τα μαλλιά μια μέρα", θυμάσαι και χαμογελάς, σαν έναν οιωνό που ψάχνεις να βρεις αν εκπληρώθηκε, κάθεσαι στο πεζούλι ή κάτω στον δρόμο, σε μαλώνουν, θα κρυώσεις, βάλε ένα μαξιλάρι, μα εσύ κοιτάς τον ουρανό, τα σύννεφα, το πρώτο αστέρι, το φεγγάρι, όλο ψηλά το κεφάλι, πάντα ψηλά, ακούς τα αηδόνια, σε φωνάζουν στον δρόμο, "άντε, έλα επιτέλους, πάμε για κρυφτό", μετά "για βόλτα", μετά "για ποτό", μετά για "να τα πούμε", μετά "θα είναι κι εκείνος άραγε;". Ξημερώνει και βλέπεις τον ήλιο από την άλλη πλευρά του ουρανού, πορτοκαλή, τεράστιο, έχεις πιει λίγο κι είσαι ακόμα πιο όμορφη από αυτό που λένε, πάλι κοιτάς το βουνό και κάνει κρύο, ρίχνεις το τζην στην πλάτη σου, "κάνε μας έναν καφέ", κι όσα θες είναι όλα εκεί. Όλα. Νιώθεις ευτυχισμένη. Κι είναι κι εκείνη στη ζωή σου. Το σπίτι σου είναι και στο σπίτι της, εκείνο το σπίτι, όχι αυτό τώρα, γι' αυτό δεν θες να πας, χτυπάς το τζάμι και βγαίνει η μουρίτσα της στο παράθυρο, "μπες μέσα, δεν είμαι έτοιμη", νευριάζεις, και τώρα ακόμα δεν έχει αλλάξει, πάντα εσύ την περιμένεις, αλλά δεν θυμώνεις ποτέ, την αγαπάς πολύ, την αγαπάς πάρα πολύ, μαζί ανάβετε κεράκια στους ταξιδεμένους και τους μιλάτε, εκείνοι χτυπάν τα τζαμάκια μόλις ανοίγετε την καγκελόπορτα και τους πείτε "ήρθαμε". Μετά χωρίζετε για λίγο κι η καθεμιά λέει τα δικά της στις δικιές της γωνιές, μόνη με εκείνον που..., μόνη με εκείνη που..., κι όταν τελειώσει η καθεμιά περιμένει τη φωνή της άλλης "τελείωσες; πάμε;", κι έχει ένα δάκρυ στα μάτια, που έμεινε, κι ένα στο μάγουλο, που σκούπισε, κι έχει μια γλυκιά μελαγχολία στο πρόσωπο, μα είναι λίγο πιο ανάλαφρη, κι ας αναστενάζει μια φορά -πάντα είναι δύσκολοι οι αποχαιρετισμοί. Κάθεσαι στο παγκάκι και σε ζωγραφίζουν με πινελιές δυο μάτια, μα δεν σε αποχαιρετούν, "είναι και νύχτα"... αυτή η νύχτα, με το πυρωμένο τσιμέντο, με τους φόβους, με τα όνειρα... Είναι μέρα, ξαπλώνεις στα χόρτα και κοιτάς τον αέρα και τον ήλιο μες στα φύλλα των δέντρων, "μου αρέσει να τραγουδάω και να είμαι μόνη μου", "Ιουλίτα, θα έπρεπε να σου άρεσε ένας άνθρωπος", και θυμώνεις που σε "ξεγύμνωσε" με μια μόνο φράση. Ανεβαίνεις στο ποδήλατο και χάνεσαι, του τραγουδάς του μικρού δυνατά και του λες ότι τον αγαπάς, να μάθει να το ακούει, να μάθει να το λέει, κι εκείνος ντρέπεται που η θεία είναι λίγο "περίεργη φάση" (όμως θα το βάλει σε λέξεις 5 χρόνια μετά, τώρα δεν ξέρει γιατί, αλλά ντρέπεται, ίσως επειδή εκείνη δεν την νοιάζει ποιος την ακούει κι αν φαλτσάρει, τη νοιάζει που είναι μαζί και κάνουν μια βόλτα, και τον αγαπάει, "έλα, εσύ θα με προσέχεις, η θεία είναι μικρή και φοβάται"). Εκεί το βράδυ τα παράθυρα κλείνουν με κομμάτια ύφασμα που πιάνει εκείνη με πινέζες, ίσα που μπαίνει λίγο φως, ίσα για να μη φοβάσαι όσα ξέρεις ότι θα γίνουν στο ίδιο δωμάτιο. Εκεί νιώθεις τη μοναξιά που επιλέγεις να κρατήσεις όσο θες, επειδή ξέρεις ότι όλοι και όλα όσα θες είναι δίπλα σου. Όλα τα άλλα που λένε ότι έχεις, δεν τα θες πραγματικά. Εκεί
είναι η καρδιά σου, εκεί θες πάντα να επιστρέφεις, από εκεί να ξεκινάς, εκεί να θυμάσαι και να ξεχνάς, εκεί να κοιμάσαι και να ξυπνάς, εκεί ο χρόνος να πηγαινοέρχεται όσο θέλει, εκεί δεν σε νοιάζει, γιατί όλα είναι, όλα ΕΙΝΑΙ. Εκεί ζεις, εδώ υπάρχεις, εκεί είσαι, εδώ φαίνεσαι, εκεί χαίρεσαι, εδώ γελάς, εκεί ονειρεύεσαι, εδώ σχεδιάζεις, εκεί είσαι δυνατή, εδώ παλεύεις κάθε μέρα, κάθε στιγμή, με τον χειρότερο εχθρό σου, εσένα, εκεί γεμίζεις, εδώ αναζητάς, εκεί χρειάζεσαι, εδώ θέλεις, εκεί ξέρεις, εδώ αναρωτιέσαι, εκεί όλα έχουν φορτίο, έχουν θύμηση, έχουν βάθος στον χρόνο, έχουν ιστορία, εδώ ο χρόνος λες και δεν κουνιέται, και παρόλα αυτά οι ημερομηνίες σε προδίδουν. Εκεί είναι όλα απλά, μετρημένα, αρκετά, πάρα πολλά για σένα. Νιώθεις τυχερή. Χαμογελάς πλατιά. Μόνο εκεί χαμογελάς έτσι. Μόνο εκεί μπορείς να με δεις.

Monday, February 23, 2009

Ανάλογα...



Η εσάρπα της
Κοίταξε το ρολόι στο κινητό της για τρίτη φορά. Δεν φορούσε ποτέ στο χέρι, κι ας της είχε κάνει δώρο τόσα κατά καιρούς. Ποτέ δεν του είπε ότι δεν της αρέσουν τα ρολόγια, για να μην τον στενοχωρέσει. Ποτέ δεν του είπε ότι δεν της άρεσε να κοιτά την ώρα κι ας ήταν πάντα συνεπής. 9:02. Το έβγαλε από την τσάντα και
το έβαλε στην τσέπη της, για να το νιώθει, αν τυχόν χτυπήσει. Πρώτα όμως βεβαιώθηκε ότι η δόνηση ήταν ενεργοποιημένη. "Γιατί άργησες ρε γαμώτο;", είπε, πιο πολύ στον εαυτό της, παρά σαν μια πρόβα για όταν τον έβλεπε. Ήξερε πως μόλις τον αντίκρυζε να πλησιάζει θα ξεχνούσε και κρύο και βροχή και ώρα και όλα... Όπως την πρώτη φορά. Πάνε ακριβώς 2 χρόνια. Μπήκε να καθίσει, θα τον έβλεπε από το παράθυρο, μόνο μην της θύμωνε που δεν τον περίμενε έξω, λίγα πράγματα τον θύμωναν, μα γι' αυτό σήμερα δεν ήξερε, δεν της έτυχε ποτέ να μπει κάπου μόνη. Έφταναν μαζί, με διαφορά δευτερολέπτων, με μια μικρή βόλτα πρώτα στο τετράγωνο, κι οι δυο τους χωριστά, μέχρι οι δείκτες να μετακινηθούν στην ακριβή ώρα του ραντεβού. Δεν το είχε κανείς από τους δυο ομολογήσει, μα έβαζε και το χέρι στη φωτιά ότι κι εκείνος έκανε ό,τι κι αυτή.
"Μια Paulaner Weiss, παρακαλώ". 'Εβγαλε το κινητό από την τσέπη της, είχε φασαρία, μπορεί και να μην το άκουγε εκεί, το ακούμπησε στο μπαρ, δίπλα στο ποτήρι, για να το βλέπει. Δεν της άρεσε να περιμένει, μα πιο πολύ την ενοχλούσε να την περιμένουν. Καλά που δεν ήταν αυτή η αργοπορημένη. Έκανε κρύο σήμερα. "Που να 'σαι;"... Το ρολόι του μαγαζιού χτύπησε 9 με καθυστέρηση 3 λεπτών. "Σταχτοπούτα", την αποκαλούσε, εξαιτίας της υπερβολικής της τυπικότητας με τον χρόνο και όχι μάλλον χάριν μιας παραμυθένιας φυσιογνωμίας που διέθετε. Από τότε που της το πρωτοείπε, κάθε φορά που άκουγε ρολόι τοίχου να χτυπά, ένιωθε
πως πρέπει να φύγει, πως ήδη είχε αργήσει, φανταζόταν τα ρούχα της να γίνονται κουρέλια, και την ψυχή της χωρίς λόγο να μαραζώνει. Μα το παραμύθι που τη μελαγχολούσε πιο πολύ αλλά και της άρεσε με έναν περίεργο τρόπο ήταν εκείνο της μικρής γοργόνας. Που έχασε τη φωνή της για να σώσει τον καλό της και δεν μπορούσε να του πει ούτε ότι εκείνη τον έσωσε ούτε ότι τον αγαπά. Πάντα αναρωτιόταν μικρή "γιατί δεν του το δείχνει με έναν άλλον τρόπο; Κι αυτός γιατί δεν καταλαβαίνει; Γιατί δεν βλέπει;". Μετά κατάλαβε ότι έτσι συμβαίνει και με την ευτυχία. Είναι πολλές φορές μπροστά μας κι εμείς κλείνουμε επιδεικτικά τα μάτια. Μας φωνάζει "εδώ είμαι, μπροστά σου, άπλωσε το χέρι και θα με κάνεις δική σου" κι εμείς στήνουμε εμπόδια, τον καιρό, την απόσταση, μια κουβέντα παραπάνω, ένα βλέμμα, την κούραση, τη δουλειά, τον χρόνο... Δικαιολογίες, κατασκευάσματα του νου... Ήπιε την πρώτη μεγάλη γουλιά, που πάντα απολάμβανε ανεξαρτήτως συνθηκών. Τριγύρω λαμπερά ποτήρια να κρέμονται, καπνός, παρέες στα τραπέζια, άλλοι γελαστοί, άλλοι στο μέσον μιας σοβαρής κουβέντας, μπουκωμένα στόματα, βλέμματα αδιάφορα, ματιές ηδονικές, κόκκινα κρασιά, μυρωδιές από μανιτάρια και ζυμαρικά, κορίτσια με ποδιές και άσπρα πουκάμισα, ερχόταν συχνά εδώ αλλά ποτέ δεν της μίλησαν σαν να την ξέρουν, ίσως και γι'αυτό να το επέλεγε ακόμα, της άρεσε να νιώθει οικεία μα και άγνωστη μαζί, κάποιες φορές. Αυτές τις φορές ερχόταν πάντα εδώ. "Τι θα πάρετε;" και ποτέ "το γνωστό;".
Ακριβώς δίπλα της ένας νεαρός, πάνω κάτω στα χρόνια της, πώς δεν τον είδε τόσην ώρα; Έπινε μπύρα και κάπνιζε. Κοίταξε ξανά το ρολόι. 9:07. Έστριψε το κορμί της για να κάτσει πιο ίσια στο μπαρ και έριξε κάτω τα πράγματά της, τα ριγμένα στην πλάτη της καρέκλας. "Κυρία, η εσάρπα σας", έκανε να την πιάσει εκείνος. Από πότε έγινε κυρία και από πότε φορούσε εσάρπα;


Το κασκόλ της
Μπήκε βιαστική και κατευθύνθηκε στο καμαρίνι (ο Θεός να το κάνει!), αφού πρώτα είπε μια βιαστική αλλά διόλου τυπική καλησπέρα στον περιπτερά απ' έξω. Κάτι πήγε να της πει, νόμισε, αλλά έτρεξε να προλάβει να ετοιμαστεί και δεν στάθηκε ούτε λεπτό. Είχαν παγώσει τα χέρια της. Πώς θα ήθελε να έμενε κουκουλωμένη στο σπίτι σήμερα... Η δουλειά της ήταν να κάνει τους άλλους να γελάνε, να δίνει χαρά. Κάθε μέρα καθόταν μπροστά στον καθρέφτη, κι αφού έριχνε μια πότε βιαστική πότε στοχαστική ματιά στα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπό της, ξεκινούσε να βάφεται. Πρώτα έβαφε τα μάτια μ' ένα δάκρυ και μετά ζωγράφιζε ένα
τεράστιο χαμόγελο, να κρύβει καλά τη θλίψη μέσα της. Όταν τελείωνε η παράσταση έβγαζε τα ψεύτικα συναισθήματα μ' ένα βαμβάκι. Τόσο απλά. Φορούσε τότε το δικό της ντροπαλό, παιδικό χαμόγελο, έσκαβε τα μάτια της να βρει μια λάμψη που είχε χάσει από καιρό, να βρει ένα νόημα, να βρει τη δύναμη να σηκωθεί και να σχεδιάσει κάτι, να κλείσει πίσω της την πόρτα και να έχει έναν προορισμό. Τίποτα. Οι θεωρίες έλεγαν ότι εμείς δημιουργούμε την ευτυχία μας. Κάτι θα έκανε λάθος και πάλι, δεν μπορεί. Η συνταγή της ευτυχίας ήταν αυτή, μα ποιες ήταν οι οδηγίες εκτέλεσης; Η δική της ευτυχία ήταν μόνο μικρές σε διάρκεια στιγμές, τσιγκούνικα δοσμένες ή κλεμμένες. Το χαμόγελο στο στόμα και το δάκρυ κάτω από τα μάτια ήταν τα μόνα που ένιωθε πως μπορούσε να ελέγχει στη ζωή της, και τα δυο ζωγραφισμένα και
μετά σβησμένα. Καμμιά φορά θυμόταν τη μητέρα της καθώς άπλωνε το υγρό μεϊκ απ με ένα πινελάκι το πρωί πριν τη δουλειά, λίγο χρώμα στα μάγουλα, ένα κατακόκκινο κραγιόν που έστρωνε μεθοδικά με μια κίνηση των χειλιών προς τα μέσα, πριν την αγκαλιάσει για να φύγει (ή μήπως δεν την αγκάλιαζε;)."Μαμά, γερνάω", της ξέφυγε ψυθιριστά, αλλά το επανέλαβε δυνατά και στακάτα, να ακούσει τον ήχο του.Έκανε μια περίεργη αντανάκλαση στον καθρέφτη, αλλιώτικη από εκείνη που θα έκανε στον τοίχο, της φάνηκε ότι είδε τον ήχο να χτυπά στη σκόνη και το φως του γυαλιού και να επιστρέφει στο πρόσωπό της σαν σφαλιάρα. Να 'χε φάει μια δυο σφαλιάρες στη ζωή της που θυμόταν, αλλά αυτή ήταν η πιο ύπουλη. Σιγοψιθύρισε τη συνέχεια του τραγουδιού..."και τρέμω να 'μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς, ωραία, νέα και ατυχής".... Ούτε ωραία, ούτε νέα, ούτε ατυχής ένιωθε, αλλά μόνη, απέραντα μόνη, αφάνταστα μόνη, απαράδεκτα μόνη, εξοντωτικά μόνη, ανέλπιδα μόνη. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Ξεχάστηκε πάλι με τις σκέψεις και θα άργησε, αλλά όταν κοίταξε το ρολοϊ μες από τον ίδιο καθρέφτη είδε πως δεν είχαν περάσει παρά λίγα δευτερόλεπτα. Αναρωτήθηκε αν ισχύει αυτό που λένε πως, όταν κινδυνεύεις, βλέπεις τη ζωή σου σαν σε ταινία να ξετυλίγεται ξανά μπροστά σου. Ενδιαφέρον, προκλητικά ενδιαφέρον, σκέφτηκε. Κι αν όμως δεν ήταν έτσι; Αν έφευγε έτσι απλά, χωρίς εικόνες και μνήμες; Ούτε "κρίμα" δεν θα προλάβαινε να πει, αν
μετάνοιωνε... Θα το έλεγαν οι άλλοι, γέλασε αυτοσαρκαστικά. Τι κάθεται και σκέφτεται
βραδιάτικα, κι είναι κόσμος εκεί έξω που πρέπει να διασκεδάσει, είναι όλοι αυτοί που περιμένουν το χαμόγελό της, τις αδέξιες κινήσεις της σε σχοινιά και σκάλες, τα στραβοπατήματά της μες στα μεγάλα παπούτσια, τις πτώσεις της, "κοίτα, κοίτα, ένας
κλόουν, δες τι μεγάλη μύτη", "και γιατί κλαίει μαμά;", "δεν κλαίει", "μα αφού έχει ένα δάκρυ στο μάγουλό του" (κι η ίδια η μαμά ποτέ δεν το κατάλαβε γιατί ένα δάκρυ στο μάγουλο, μα δεν θα το ρωτούσε πια, τόσο δεδομένο της φαινόταν, ούτε θυμόταν αν το σκέφτηκε ποτέ ή αν το ρώτησε κι εκείνη κάποτε, τώρα μπορεί και να καταλάβαινε, μα δεν θα το εξηγούσε, ήταν νωρίς ακόμα για τέτοιες απαντήσεις, κι ήταν τόσο μικρό το σπλάχνο της ...). "Γιατί όλοι οι κλόουν έχουν ένα δάκρυ στο μάγουλο". period. "Κοίτα τώρα και μετά θα πάμε στα Goody's". Άκουσε ένα χτύπημα διστακτικό στην πόρτα. Το παιδί από το περίπτερο, ο... ("πώς τον λένε;") ... "Κοπελιά, το κασκόλ σου".

Τα παιδιά που αγαπιούνται...

"Τα παιδιά που αγαπιούνται,
φιλιούνται όρθια,
μπροστά στις νυχτωμένες πόρτες.
Κι οι περαστικοί τα δείχνουν με το δάχτυλο.
Μα τα παιδιά που αγαπιούνται
δεν είναι εκεί για κανέναν"
(Ζακ Πρεβέρ)

Sunday, February 15, 2009

Διαβάζεται δυνατά, χωρίς ανάσα

Μαζεύω τα χαρτάκια μου, χαρτάκια από εδώ, χαρτάκια από εκεί, χαρτάκια στο ημερολόγιο, χαρτάκια στο "Μήπως" των Τσαλίκογλου και Καραπάνου (η τελευταία μας άφησε πρόσφατα, όχι από την "ασθένεια" που αντιμετώπιζε, και που μου είναι πολύ οικεία, μα πολύ οικεία...), χαρτάκια στις τσέπες του παντελονιού που πήγε και ήρθε ένα ταξίδι, άλλα θέλω να γράψω και άλλα γράφω στο τέλος, αφού με ξέρω, μόνο οι συνειρμοί μου δουλεύουν, χωρίς τελείες, μονοκοπανιά, να προλάβω να σου πω μην τελειώσει ο χρόνος, μη δεν αντέξεις, μην κουραστείς, μην θυμώσεις με μένα και με σένα, σ'αυτό το κείμενο δεν θα μπει ούτε μια τελεία, αν καταλάβεις κατάλαβες, αν μπερδευτείς ρώτα με, θα αφήσω το μυαλό μου να τρελαθεί, γιατί τόσες μέρες το ζόρισα να προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη πράγματα, δεν μου πάει, δεν μπορώ, αν τα καταφέρω θα είναι με μεγάλο κόστος, αλλά κάπως πρέπει να συνεχίσω τη μέρα μου, γιατί από τη στιγμή που σε άφησα προσπαθώ να κοιμηθώ, να γελάσω, να δουλέψω, να λειτουργήσω, και το μόνο που καταφέρνω είναι να γράφω ασύστολα, όχι μανιακά, ούτε καταθλιπτικά, ούτε μανιοκαταθλιπτικά, είναι μια μανία μες στην κατάθλιψη και μια κατάθλιψη μες στη μανία, όχι, δεν θα μπει τελεία, θα σε παρασύρω, να μην πάρεις ανάσα, να σου πω ότι πέθανα και γεννήθηκα πολλές φορές εδώ και μερες, όχι στα αστεία, ούτε τόσο τραγικά όσο ακούγεται, ούτε τόσο λογοτεχνικά, τίποτα δεν δούλεψε σε βάθος χρόνου, όχι σε βάθος ημερών, ούτε καν σε βάθος ωρών, ούτε λεπτών (εκεί κάπως τα κατάφερνα καλύτερα), μην φοβάσαι, σου είπα, μην φοβηθείς, θα σε προσέχω, μην φοβάσαι...., τρέξε, Ιουλίτα, τρέξε, μην σταματάς, μην σβήνεις, πες μου για εκείνον, εκείνον που δεν ήρθε μαζί σου αλλά εσύ τον κουβαλάς, εκείνον που άφησες μόνο του και έφυγες εξίσου μόνη, και δεν είχες ούτε έχεις ούτε θα αποκτήσεις έναν διακόπτη on-off να γελάς, ενώ θέλεις να κλάψεις, να φεύγεις, ενώ θες να μείνεις, και ούτε "κουλ" μπορείς να είσαι ούτε "κυριλλέ", κι ας έτσι πρέπει να είσαι για να συνεχίσεις, και σε μένα μιλάω και σε σένα, δεν σου αξίζει, σε σένα μιλάω, έλεγα για τα χαρτάκια που έχασα τη σειρά τους κι ας έβαλα αριθμούς, γιατί τόσα θέλω να σου πω και δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πότε, δεν ξέρω αν, δεν ξέρω γιατί, αν με διαβάσεις να ξέρεις πως είναι πολύ περισσότερα, το ξέρεις λες, θα σε εμπιστευτώ, θα σε πιστέψω, θα κάνω λάθη από αφέλεια ή βλακεία ή ενθουσιασμό ή ανάγκη ή τρέλα, μα ποτέ δεν έπαιξα στρατηγική, δεν ξέρω πώς το κάνουν αυτό, λέω "δεν θα" και κάνω, λέω "θα" και δεν κάνω, δεν θα σου κρύψω τίποτα, δεν έχω κάτι να σου κρύψω, μικρά αστεία πράγματα ίσως, όπως ότι θέλω έναν καφέ first thing in the morning αλλά δεν τον ήπια για να μην σε αφήσω ούτε λεπτό μόνο, ότι το πρώτο πρωί ήθελα να σου πω εκείνο που σου είπα μια μέρα μετά και φάνηκε σαν να ζητιάνευα την απάντηση (δεν ήταν έτσι), ότι τα μάτια σου στη νύχτα είναι ακόμα πιο όμορφα, ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να σε βρίσω ή να σε αφήσω ούτε καν για ένα λεπτό, ότι κάθε αισθητή απουσία σου με τρόμαζε σαν τον θάνατο (κι ας έκανα ασκήσεις για να τον συνηθίσω), δεν μπορώ να σταματήσω, συγχώρεσέ με, εύχομαι να μπορούσα να πάρω κομμάτι από τον πόνο σου, αν και εμείς μωρό μου είμαστε ευλογημένοι και καταραμένοι να πονάμε (συγγνώμη και για τον πληθυντικό, αν πέφτω έξω), πάλι ξέχασα τι έλεγα, δεν θα το ψάξω, πρόλαβα να μετρήσω πολλές στιγμές ευτυχίας στα δάχτυλά μου κι όταν είδα ότι δεν ήταν αρκετά κοίταξα τα αστέρια, είχε συννεφιά αλλά μπορούσες να δεις ότι τουλάχιστον ήταν περισσότερα από δέκα, πρόσθεσε και το καθρέφτισμά τους στο ποτάμι, ότι σε μύριζα για μέρες μετά όχι πάνω μου, αλλά μέσα μου (απίστευτο), ότι πάλεψα κι ακόμη παλεύω να βάλω σε μια σειρά τη σκέψη, το μυαλό, τα χαρτάκια μου, τα λόγια μου, τις αντιδράσεις μου, δεν γκρινιάζω, απλά μου λείπεις, ξέρω ότι είναι εγωιστικό, αλλά μην νομίσεις ούτε λεπτό ότι σκέφτομαι μόνο εμένα, όχι ότι μπορώ να σε βοηθήσω ούτε ότι το έχεις ανάγκη με τέτοιον τρόπο, προς το παρόν δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο, πάλι μαλακίες λέω, παρασκέφτομαι και δεν πρέπει, έλεγα για εκείνα ντε τα χαρτάκια, που πηγαινοέρχονται από εδώ και από κει, καμμιά μέρα δεν ήταν ίδια με την προηγούμενη, κάθε μέρα μάθαινα κάτι για σένα και είμαι σίγουρη ότι πάλι είμαι μακριά από εσένα, είμαι σίγουρη ότι κρατάς το προπύργιο των αμυνών σου καλά φυλαγμένο, γιατί έτσι θα σωθείς, θα ευχόμουν να σε γνωρίσω χωρίς αυτές, εύχομαι να μου τις κρύβεις που και που, να σε βλέπω γυμνό, παραδομένο, σε λόγια και πράξεις, σε λόγια και πράξεις, σε λόγια και πράξεις, θυμάμαι στιγμές και κόλλησα να λέω τα ίδια, γέμισα τον χρόνο με στιγμές μαζί σου όπως το νερό γεμίζει κάθε κενό, δεν κουράστηκα, δεν θύμωσα παρά για να προστατευτώ, δεν σταμάτησα να σκέφτομαι παρά για καταφέρω να σηκωθώ από το κρεβάρι, δεν έσβησα παρά για να καθαρογράψω, δεν ξέχασα...

Thursday, February 12, 2009

Πάρτε τα όλα!

Απορώ γιατί χρειαζόμαστε σημάδια του παρελθόντος, φωτογραφίες, ταινίες, κάτι που μου έγραψες και το κράτησα, κάτι που σου έπεσε και το άρπαξα, αναμνηστικά και άλλα τέτοια... Αφού το παρελθόν έχει δική του βούληση και επιστρέφει βασανιστικά μόνο για να μας θυμίζει πράγματα που τελείωσαν, λόγια που ειπώθηκαν και επαναλαμβάνονται στα αυτιά μου όταν δεν θέλω, όταν θέλω να μην σκέφτομαι, όταν θέλω να μην θυμάμαι. Ίσως τέτοια σημάδια να υπάρχουν για να μας λένε ότι έτσι ήταν κι όχι αλλιώς, για να βάζουν όρια εκεί που του μυαλό τα χάνει... Κι άντε, όλα αυτά μπορείς να τα σκίσεις, να τα σπάσεις, να τα πετάξεις, να επιλέξεις να πάψεις να τα βλέπεις ζωντανά μπροστά σου, ακόμη ακόμη και να τα εκδικηθείς (αν και δεν πρόκειται να το κάνεις, σε ξέρω δα), τι γίνεται όμως με τις μνήμες που χορεύουν τρελούς χορούς στο κεφάλι σου και διαλέγουν να το κάνουν με τον πιο έντονο ρυθμό; Ούτε αυτόν μπορείς να ελέγξεις, ούτε πότε έρχονται, ούτε πότε φεύγουν. Σε ποδοπατάνε, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, ούτε καν να τρέξεις, μόνο να κλείσεις τα μάτια και να προσπαθήσεις να κοιμηθείς, μόνο αυτό σε σώζει -προσωρινά. Όταν ξυπνήσεις θα σε περιμένουν ακριβώς απέναντι, με τα χέρια σταυρωμένα και τη χαιρεκακία ζωγραφισμένη στα ακούραστα πρόσωπά τους "ξύπνησες; χόρευε τώρα"! "δεν θέλω, φύγετε, κουράστηκα"!, "θα χορέψεις μαζί μας θες δεν θες, δεν θα σε αφήσουμε σε ησυχία, στον λόγο μας, θα σε εξοντώσουμε...". Δεν γίνεται, δεν μπορώ... Τι νόημα έχει να θυμάμαι; Κάποτε παρακαλούσα να μου αφήσουν τις αναμνήσεις μου ακόμα κι αν μου πάρουν τα πάντα. Άλλαξα γνώμη. Πονάει να θυμάσαι. Σβήστε τα ίχνη μου, δώστε μου μόνο μια άδεια μέρα να ζήσω, ένα άδειο κεφάλι, ένα ελεύθερο μυαλό, πάρτε τα τετράδιά μου, τα ημερολόγια, πετάξτε, σκίστε, κάψτε, θέλω χώρο, θέλω αέρα, θέλω ένα παράθυρο ανοιχτό με μια κουρτίνα να κουνιέται στο αεράκι μιας άνοιξης καινούριας -από που ήρθε προχτές αυτή η μυρωδιά από αμυγδαλιές; Όχι Της άνοιξης αλλά Μιας καινούριας άνοιξης, γιατί με κούρασαν κι αυτά τα σούρτα φέρτα των εποχών, μου θυμίζουν ότι πάλι τίποτα δεν έκανα παρά κύκλους γύρω από το ίδιο σημείο -ίσως με μικρές μετατοπίσεις. Πάρτε λοιπόν και τους κύκλους μου και κάντε τους τετράγωνα, τρίγωνα, δώστε μου μια αρμονία, παίξτε μαζί μου, δοκιμάστε, δεν έχω άλλο να περιμένω. Σας αφήνομαι. Μόνο γρήγορα. Δεν θα αντέξω και πολύ. Όταν με ρώτησε γιατί δεν σβήνω, είπα "για να θυμάμαι" ... Σπουδαία απάντηση, δεν βρίσκεις; "Για να θυμάμαι"....Για πες μας τώρα κυρία έξυπνη, πώς καταφέρνει κανείς να ξεχνά; Καλά τα είπε το Τέλσον, τώρα το κατάλαβα...."Δεν έχει σημασία τι μπορώ να θυμάμαι, αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι αυτά που δεν μπορώ να ξεχάσω", κάπως έτσι νομίζω το είπε.
Δεν μπορώ να ανταγωνίζομαι, κουράστηκα να κοιτάω κατάματα αντιπάλους, κουράστηκα να μετράω την ταχύτητα και την αντοχή μου. Γι' αυτό και δεν στέριωσα σε ατομικά αθλήματα. Κουράστηκα να με συγκρίνουν, να με δοκιμάζουν. Βαθειά μέσα μου θα ήθελα να είμαι μοναδική, αλλά σίγουρα δεν είμαι. Κουράστηκα να μου δίνουν και μετά να μου παίρνουν, κουράστηκα να διαγράφω αέναα την τροχιά των ίδιων κύκλων, και, να στο πω, κουράστηκα να κουράζω. Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Μα για τώρα πνίγομαι. Γι' αυτό αφήστε με στην (αν)ησυχία μου, εσείς ταξιδέψτε με κάθε τρόπο το μυαλό και το σώμα σας, αρχίστε πάλι από την αρχή, εμένα θυμώστε μου, ψάξτε με, ονειρευτείτε με, κάντε με ό,τι θέλετε. Χαρίστε μου ένα όνειρο και μετά ξεχάστε με. Μόνο πείτε μου πώς να το κάνω κι εγώ...

Προσθήκη εκ των υστέρων: Κι όμως, σήμερα θα ήθελα να τρέξω ένα ογδοντάρι, να τα δώσω όλα από την εκκίνηση, και με κομμένη την ανάσα να πέσω πάνω στο μαλακό στρώμα του τέρματος, και μετά να ξαναξεκινήσω. Αυτό μου άρεσε και τότε, αυτό και τώρα: οι ενάρξεις.

Sunday, February 08, 2009

Μόνη

Είχε κοιμηθεί έναν ύπνο χωρίς όνειρα. Ο ήλιος που έκαιγε έξω την άφηνε παγερά αδιάφορη. Στους δικούς της κήπους περπατούσε μόνη, κλωτσούσε πετραδάκια στο δρόμο της και χάζευε έναν ορίζοντα που είχε μια γραμμή σαν τέλος, λες κι αν έφτανε ποτέ μέχρι εκεί και κοιτούσε κάτω, θα ξεκινούσε σε μια νέα διάσταση, ίσως να ήταν μια άλλη, ίσως η ζωή της να ήταν αλλιώς, ίσως να πέθαινε και να ξαναγεννιόταν, ίσως μόλις να ανέτελε η ζωή της κι ίσως πάλι να μην υπήρχε μετά, να ήταν ένας τρόπος αυτός να αντιληφθεί ότι κανένα μεγάλο μυστικό δεν κρύβει η ζωή, πλην του πεπερασμένου της. Στα παλιά τα χρόνια την έντυναν με καθαρές πυζάμες και την έβαζαν στο κρεβάτι, την σκέπαζαν, της χαϊδευαν τα μαλλιά, της έδιναν ένα φιλί, της έκαναν στο μέτωπο έναν σταυρό, της έλεγαν καληνύχτα και της έσβηναν το φως. Ύστερα έκλεινε η πόρτα. Τον ίδιο σταυρό της ζωγράφιζε εκείνη στον αέρα, όταν ξυπνούσε τρομαγμένη από ένα κακό όνειρο και προσπαθούσε να τη φωνάξει. Τότε μάλλον την καταλάβαιναν καλύτερα, ίσως να ήταν πιο απλή, ίσως να ήταν πιο διάφανη, τώρα δεν φωνάζει κανέναν στον ύπνο, ούτε καν εκείνη, ή είναι που της είπαν πως μεγάλωσε πλέον ή είναι που νιώθει ακόμα πιο μόνη.