Wednesday, December 30, 2009

Περί χρόνου

Να, ορίστε τώρα που αναγκάζομαι να προβληματιστώ, άγιες μέρες που 'ναι, και να δεις που για τιμωρία θα 'ρθει κανένας καλικάντζαρος να μου κλέψει τα μελομακάρονα ή να μου πάρει τη φωνή!
"Τελειώνει ο χρόνος, αρχίζει ο χρόνος"... Κουραφέξαλα. Όσοι έχασαν τα όνειρά τους να ψάξουν να τα βρουν καθημερινά, όταν σβήσουν τα λαμπάκια και τα κεράκια και μαζευτούν τα επίσημα τραπέζια και τα καθαρά τραπεζομάντηλα μπουν στο συρτάρι. Εκεί που οι ευχές τελειώνουν και πρέπει να αρχίσει η πράξη. Εκεί που τα φιλιά και τα χαμόγελα και οι αγκαλιές και τα δώρα πρέπει να μοιράζονται οικειοθελώς και όχι υποχρεωτικά, μόνο και μόνο επειδή οι μέρες το επιβάλουν. Εκεί που οι επιλογές είναι δική μας ευθύνη και κανενός ευχή.
Τι τελειώνει και τι αρχίζει; Για πείτε μου και μένα, ρε παιδιά! Προφανώς κάποιον συμβολισμό θα κρύβει, τον οποίον αγνοώ. Δεν τα 'χω βάλει με τις γιορτές, όχι. Με καμία γιορτή. Και γιορτάζω και πίνω και τρώω και βλέπω φίλους και στέλνω ευχές με την καρδιά μου, όπως έκανα έτσι κι αλλιώς. Και χαίρομαι και λυπάμαι και το ίδιο χάος έχω στο μυαλό μου, όπως είχα πάντα. Και παραμύθια ακούω και διαβάζω και μου αρέσουν ακόμα, μου αρέσουν το ίδιο, όπως παλιά. Και δεν μπορώ να αιτιολογήσω τα τόσα φώτα, τον τόσο θόρυβο, τα τόσα ψώνια, τον τόσο πανικό, την τόση φιλανθρωπία, το τόσο φαγητό, το τόσο ποτό, τα τόσα δώρα, τις τόσες ηλεκτρονικές ευχές για νέα όνειρα και νέες ελπίδες και κάτι καλύτερο. Μακάρι να έπιαναν οι ευχές όλων μας και να έπαυαν να πεθαίνουν άδικα άνθρωποι, όλοι οι άρρωστοι να έβρισκαν ίαση, να μην πεινούσε κανείς, κανείς να μην διψούσε, όλοι να είχαν ίσα δικαιώματα σε βασικά αγαθά. Μακάρι όλων μας οι ψυχές να ήταν λίγο πιο δροσερές και λίγο πιο γεμάτες. Μα όλα αυτά στα γιορτινά τραπέζια για λίγο ξεχνιούνται. Και εκτός τραπεζιών ξεχνιούνται πάλι.

Συμπαθάτε με, δεν τα 'χω βάλει με τις γιορτές ούτε με τις ευχές ούτε με τα έθιμα.
Μα αυτό με το τέλος και την αρχή δεν το κατάλαβα ποτέ.
Πού τελειώνει και πού αρχίζει ο χρόνος;


(...τους βλέπω τους καλικάντζαρους, τρέχουν να με φάνε ζωντανή, εμένα και τους κουραμπιέδες μου!... Τη βγάζω δεν τη βγάζω τη... χρονιά!)

(ευχαριστώ την Maximus, γιατί χάριν σε αυτήν -και εν αγνοία της, φυσικά- πάτησα το "κλικ" για τη δημοσίευση)

(εγώ απλά να χιονίσει ήθελα)

(και, τελοσπάντων, καλή χρονιά να έχουμε όλοι, και ο,τι κάνουμε να το κάνουμε από και με αγάπη)

Tuesday, December 22, 2009

Είναι καν-είς εδώ;

Είναι κάποιοι άνθρωποι που δεν έχουν καν-έναν να μιλήσουν, δεν έχουν έναν να τους ακούσει. Απλά έναν, not even one, personne, πώς το λένε! Ακόμα κι αυτά τα ψεύτικα ανθρωπάκια που έχω ακουμπισμένα απέναντί μου, κοιτά το ένα το άλλο καθώς παίζουν σε ένα παγοδρόμιο. Από τα άλλα που στέκουν δίπλα, θαρρώ πως το ένα έχει γυρίσει κιόλας το κεφάλι του και με κοιτά χαμογελώντας. Ή έτσι το ερμηνεύω. Η ανάγκη μας για τον άλλον μάς βάζει να την προσωποποιούμε σε κάθε έκφραση, ακόμα και διακοσμητική. Γύρω μου, όπως πάντα, κόσμος πάει κι έρχεται φορτωμένος σακούλες, φανταχτερά χαρτιά, κορδέλες, άλλοι τα πιο φτηνά, άλλοι τα πιο ακριβά, μα η κούραση είναι όλων ίδια στο πρόσωπο, άλλα ζητά η ψυχή τους, γι' άλλα κλαίει, που λέει ο ποιητής, κι ας μην ήταν προορισμένοι γι' αυτά από επιλογή ή από τύχη, κι ας μην τα ξέρουν καν πολλές φορές... Στην οδό των ακριβών μαγαζιών θα δεις κυρίως επώνυμες, οικολογικές, λέει, σακούλες, καλοβαμμένες και καλοβαλμένες κυρίες και κυρίους, παιδάκια που σέρνονται στο άλλο χέρι όπως οι σακούλες, μουσικές δυνατές, κόσμο στα ΑΤΜ, μυρωδιές καρύδας από εκείνα τα μηχανήματα που παρφουμάρουν κάθε κατάστημα ανά 5, 10, ούτε ξέρω πόσα λεπτά. Στην οδό των φτηνών μαγαζιών θα δεις προσφορές μπουφάν κρεμασμένα στον δρόμο, μαμάδες που πάλι σέρνουν παιδάκια και σακούλες εμφανώς διαφορετικές, ίσως και πιο λίγες, μπορεί και πιο μεγάλες, τους πλανόδιους πωλητές να τρίβουν τα χέρια τους έξω στο κρύο, πιο κάτω πουλάνε λαχανικά, πιο 'κει κρέατα, μπορεί να περάσεις και να ακούσεις πράγματα για σένα που δεν γνώριζες, δεν πρόσεξες, ή ποτέ δεν αντιμετώπισες έτσι, ο,τιδήποτε, για τον τρόπο που περπατάς, ας πούμε, ή για τον θόρυβο που κάνουν τα τακούνια σου (αν υποθέσουμε ότι τύχει να φοράς), μπορείς να προσέξεις ακόμα και το ψιλόβροχο, γιατί οι τέντες στα στενά πλακόστρωτα είναι πολύ χαμηλές, μα εκεί κι ο συνωστισμός σε ενοχλεί λιγότερο. Παντού όμως υπάρχουν άνθρωποι, πιο 'κει, πιο πέρα, πιο δίπλα σου, ίσως πολύ κοντά σου, που δεν τους πρόσεξες γιατί δεν σε ενόχλησαν ποτέ, όχι γιατί δεν σου ζήτησαν λεφτά, αυτό θα ήταν το πιο εύκολο να κάνεις και να τελειώνεις με τη συνείδησή σου απαλλαγμένη από εορταστικές τύψεις. Δεν ενόχλησαν ποτέ το μυαλό σου, τη βόλεψή σου, τους φόβους σου, τα πλάνα σου, τα ωράρια και τις σκέψεις σου ζητώντας σου να τους ακούσεις. Να κάτσεις λίγο όπως στο ζητάνε και να τους ακούσεις, από πού είναι, πώς ζουν, πώς τους λένε, αν έχουν παιδιά, να σε ρωτήσουν τι κάνεις και πώς σε λένε εσένα κι αν κρυώνεις σήμερα με αυτόν τον καιρό. Αυτοί τουλάχιστον ίσως να τολμούσαν να σου πιάσουν κουβέντα από το πουθενά, αν τύχαινε να σταματήσεις να δέσεις τα κορδόνια σου, λόγου χάρη, ή να μαζέψεις κάτι που σου έπεσε, τι έχουν να χάσουν, καμιά υπόληψη σάμπως ή τον αυτοσεβασμό τους;
Όχι, σε ευχαριστούν ευγενικά, δεν θέλουν τα λεφτά σου. Το εννοούν. Να τους ακούσεις ήθελαν.


(με αφορμή άρθρο σε free-press)

Friday, December 18, 2009

To post or to post?

Το ΄χα πει και το 'χα πιστέψει κιόλας, ότι είμαι δυνατή. Βλέπεις, έπρεπε κάπου να πιστέψω. Μα βρίσκω ευκαιρία να λυγίσω στην παραμικρή αφορμή. Δυστυχώς οι εγωισμοί μου με καταλαμβάνουν όταν όλα τα άλλα μέσα έχουν δοκιμαστεί κι έχουν αποτύχει, όταν έχω πονέσει όσο δεν πάει άλλο (εκ των υστέρων λες πως πάντα υπάρχει κι άλλο) κι όταν πρέπει με κάποιον τρόπο να επιπλεύσω σε βαθιά νερά ή να περάσω μοναχικά αμέτρητα λεπτά μέχρι να ξημερώσει σε κάποια αίθουσα αναμονής, περιμένοντας κάτι που ξέρω πότε θα έρθει και κάτι που δεν ξέρω πότε ή αν θα έρθει. Για κάποιες από τις υπόλοιπες στιγμές, ξέρεις τις λέξεις και τον τρόπο που αγγίζουν, τουλάχιστον εμένα, και τα αξιοποιείς κατάλληλα, χωρίς να το καταλαβαίνεις καν, υποθέτω. Δεν με πειράζει να σου είμαι προβλέψιμη, έστω και σε αυτά, τα ολίγα αυτά. Άλλωστε, ούτε είναι το μόνο που με κάνει ευάλωτη ούτε είχα ποτέ πρόβλημα να αποκαλύπτω την αχίλλειο πτέρνα μου. Και δεν είναι μία.
Πέρασα όλα τα στάδια του πένθους ένα προς ένα. Εσύ έφτασες απευθείας στο τελευταίο. Θα ανησυχούσα γι' αυτό σου το τροχάδην. Μα έτσι ήσουν, θαρρώ, από πάντα. Έτρεχες στο μυαλό και στα πόδια, και μετά σ' έπιανε η περισυλλογή -αν ποτέ τολμούσα να ισχυριστώ πως ισχύουν για σένα όσα υπέθεσα. Γιατί, από αυτά που λες, έμαθα πια λίγα να πιστεύω, είτε με βολεύουν είτε όχι, εννοώ ξέρω πως υπάρχουν άλλα πολύ πιο θεμελιώδη, που τα αποδέχτηκα ή τα γνωρίζω, ό,τι πρόσωπο κι αν έχουν.

Τελευταία, βλέπω πολλές ταινίες, καθώς και μερικές φτηνιάρικες καθημερινές σειρές που κάνουν επιτυχία σε συγκεκριμένους πληθυσμούς γυναικών, και λυτρώνομαι με το να ακούω φράσεις που ήθελα να σου πω, γιατί στα 'πα όλα, τα χόρτασα, εκτός από αυτά που λεν όταν πονάνε, σε αυτά δεν είμαι καλή, σε αυτά που λένε όταν αφήνονται μόνοι χωρίς να έχουν καταλάβει τίποτα, όταν έχουν παρατηθεί μέρες, ώρες, στιγμές, όταν πνίγονται από λόγια που μπορεί να πληγώσουν για πάντα γι' αυτό και δεν τα ξεστομίζουν ποτέ, όταν ανοίγει μια τρύπα μπροστά μου και θέλω να χαθώ και να ξεχάσω, όχι να μετανιώσω, όχι, μόνο να σβήνω με καμάρι κεράκια στιγμών που πέρασα χωρίς να σε σκέφτομαι (ναι, σαν εκείνο το άτοπο που λέει "προσπάθησε να ΜΗΝ σκεφτείς μια λευκή αρκούδα"). Εσύ, που έφτασες να τσιγκουνεύεσαι ακόμα και το "μου" κάποιες φορές, πώς να μιλήσεις για κάτι παραπέρα; Εσύ, που τις ζυγίζεις τις λέξεις και τις μετράς, πώς μπορείς να αναπολείς μη ειπωμένα λόγια; Εγώ, πάλι, θα σε έλεγα ξανά και ξανά "αγάπη μου", αδιαφορώντας για τον όποιο συμβολισμό του, εκτός κι αν τα κατάφερνες να σε μισήσω τόσο για τα καλά, που το μόνο που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν να σε βρίζω ή να αλλάζω δρόμο όταν σε συναντώ. Μα, ακόμα και τότε, θα ήσουν "αυτός-που-κάποτε-έλεγα-αγάπη-μου". Αδιόρθωτη...

Τελευταία, τα ταξίδια μου γίνονται πάνω από τον νιπτήρα, φαντάζομαι ένα παράθυρο στον τοίχο πάνω από τη βρύση και κοιτάζω έξω, χάνεται το βλέμμα μου. Τελευταία, ξυπνάω μες στη νύχτα και δεν μπορώ να κοιμηθώ ξανά. Χτες βράδυ προσπαθούσα να θυμηθώ τη μυρωδιά σου μπας και μ' έπαιρνε ο ύπνος από τον τόσο θόρυβο γύρω μου, μα το μόνο που κατάφερα να επαναφέρω ήταν η αίσθηση των δακτύλων μου στην κοιλιά σου, καθώς σε αγκαλιάζω στον ύπνο. Μετά ονειρεύτηκα ότι εμένα αγκάλιαζαν δυο μικρά χέρια.

Να, σκέφτομαι πως θα μπορούσα όλα αυτά να σου τα πω σ' ένα γράμμα κανονικό, με μολύβι και χαρτί, μα εκείνη την περίεργη διεύθυνση την έχασα, κι ας έκανα κόπο να τη γράψω και να την καταλάβω, την ξέχασα η ηλίθια μαζί με άλλα λιγότερο σημαντικά, μα είπα ίσως για καλό να ήταν που έγινε έτσι ή ίσως να έκρυβε κάποιον, άγνωστο σήμερα, συμβολισμό. Πού ξέρεις; Ίσως μια μέρα να σου 'ρθει ένα γράμμα από κάποιο μέρος ή και πρόσωπο ξένο ή και όχι ξένο (μην απορήσεις, ίσως εγώ να έβαλα άθελα το χεράκι μου, ωσάν καλή ή κακή νεραϊδα).


...Πώς το κάνεις αυτό; Πώς το κάνεις και μου κόβεις τα πόδια, μου ξεριζώνεις την καρδιά και τη βάζεις να κοπανιέται σε τοίχους, τρελαίνεις τα ρολόγια μου με τα πίσω και τα μπρος...

Μια μέρα θα ξαναβρεθούμε για πρώτη φορά και, μόλις σου πω
"το σ' αγαπώ δεν το ζητιανεύεις, παρά μόνο το χαρίζεις ή το δέχεσαι", θα τρίψεις το κεφάλι σου και θα αναρωτηθείς από πού με ξέρεις. Θα μιλήσεις και θα προβληματιστείς για όλα αυτά τα περίεργα υπερφυσικά φαινόμενα που κάνουν δυο ανθρώπους να νιώθουν τόσο οικεία. Μα, αγάπη μου, γνωριζόμαστε.

Monday, December 14, 2009

REM

Πού σε χάνω, πού σε βρίσκω, εκεί τριγυρίζεις, ξανά στα όνειρά μου, και, δεν μπορώ να μην το πω, με εμπνέεις, αρχίζω να γράφω κείμενα στο μυαλό μου, κρίμα να μην έχω εκείνη την ώρα μολύβι και χαρτί, κρίμα να μην μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι, λέω θα τα θυμηθώ επακριβώς μόλις ξυπνήσω, αλλά πάνε, χάνονται. Σηκώνομαι, κάνω τον καφέ μου, κοιτάω από το παράθυρο ("και σήμερα δεν χιόνισε, κρίμα", σκύβω το κεφάλι κατσουφιασμένα), είναι αγαπημένη μου ασχολία τον χειμώνα να αναμένω χιόνι, ίσως να 'ναι που μ' αρέσει η μυρωδιά του κρύου και ανοίγω το παράθυρο να με χτυπήσει ο παγωμένος αέρας, έτσι ξυπνάω, το μυαλό μου για λίγο γυρίζει σε εκείνον τον χειμώνα και στον άλλον τον χειμώνα και μετά πάει πολλούς χειμώνες πίσω, με το ίδιο κοινό, τη μυρωδιά του κρύου, την αίσθησή του πάνω στο δέρμα μου, συνήθως ανοίγοντας ένα παράθυρο ή μια πόρτα, σε διαφορετικό κάθε φορά γεωγραφικό μήκος και πλάτος.
Έξω συννέφιασε άσπρα σύννεφα, αλλά δεν λέει να χιονίσει, μα ο άνθρωπος, λέει, με μια ελπίδα ζει, άλλοτε μικρή κι ασήμαντη, άλλοτε πιο σημαντική. Ωραίο πράμα η ελπίδα. Μα εγώ συνεχίζω να προτιμώ τα όνειρα. Μιλώ για τα όνειρα των κοιμωμένων, κι όχι εκείνα που κάνουμε ξύπνιοι. Τα εμπιστεύομαι περισσότερο. Δεν λένε ποτέ ψέματα. Κι ας σου βάζουν φτερά στην πλάτη να πετάξεις, κι ας σε στέλνουν μπρος-πίσω στον χρόνο, κι ας σου φέρνουν μπροστά σου πρόσωπα μακρινά ή ανύπαρκτα πια, κι ας σε βάζουν την ίδια ώρα κι εδώ κι εκεί, κι ας σου γεμίζουν το μυαλό και το σώμα υπερφυσικές δυνάμεις. Ναι, τα εμπιστεύομαι πιο πολύ.
Θύμισέ μου μια μέρα (λέμε τώρα...) να σε βάλω να πάρεις στα σοβαρά τα όνειρά μου. Σίγουρα κάτι ενδιαφέρον θα είχες να προσθέσεις στην ερμηνεία τους.

Wednesday, December 09, 2009

Του χειμώνα...

Μύριζε κάστανο και ξύλο. Είχε βάλει να ψήνει από νωρίς, περιμένοντάς την. Χτύπησε την πόρτα για να μην τον τρομάξει, όχι ότι δεν θα μπορούσε να μπει κι έτσι, σίγουρα δεν θα τον αιφνιδίαζε, είχε κάνει τόσους πολέμους, είχε χάσει παιδί δικό του, ζούσε με τον πόνο στο κορμί του κάθε νύχτα την ίδια ώρα, ο πιο τακτικός του επισκέπτης ήταν, σιγά μην τρόμαζε από το άνοιγμα μιας πόρτας. Άσε που τα καλοκαίρια η γάτα μπαινόβγαινε τακτικά, έτσι κι έβρισκε ένα άνοιγμα στη σίτα να χώσει το πόδι της, για να ανέβει νιαουρίζοντας στο πόδι του ζητώντας χάδια. Μακριά ήταν το καλοκαίρι, μακριά έμοιαζαν όλα τα καλοκαίρια, νύχτωνε πια νωρίς, κάθε πρωί σηκωνόταν στο κρεβάτι και, είτε είχε κάποιον να τον ακούσει είτε όχι, μονολογούσε "είδες πώς καλά ξημερώσαμε;". Ύστερα σηκωνόταν με κόπο, έβαζε τον καφέ στη φωτιά, ταχτοποιούσε σε ένα πιατάκι τα όποιας λογής χαπάκια τού υπόσχονταν λύτρωση και ανακαθόταν στο κρεβάτι ξανά. "Τι φάρμακα παίρνετε;", τον είχε ρωτήσει ο ειδικός γιατρός στο νοσοκομείο καθισμένος στη δερμάτινη καρέκλα του. "Τι να σου πω παιδί μου, να, εδώ έχω τα χαρτάκια τους". Εκείνος του χωριού, ο αγροτικός, ήξερε. "Παππού, δωσ' μου να δω τα φάρμακά σου". Άνοιγε εκείνος τη σακούλα, ταχτοποιημένα όλα στα κουτάκια τους, τα ονόματά τους κομμένα με ψαλίδι και πιασμένα με ένα λάστιχο χωριστά.
"Έλα", είπε, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει. Καθόταν μπροστά στο τζάκι. Το πρόσωπό του φωτιζόταν από τη φωτιά. Καθίσαμε άλλος δίπλα άλλος απέναντι. Εγώ δίπλα. Πάντα δίπλα του, να μυρίζω το ξύλο, το μάλλινο παντελόνι του, το πλαστικό τραπεζομάντιλο, το φαγητό στο γκάζι, να παρατηρώ τα τραχιά του χέρια, τις ρυτίδες στο πρόσωπο, τα μάτια του, το χαμόγελό του, να μπορώ πάντα να τον ακουμπήσω, αν χρειαστεί.
Σκάλισε τη φωτιά και γύρισε. "Καλώς τους. Τα παιδιά;". "Φίλοι μου". "Παππού, φέραμε κρασί". "Να, άνοιξε, εκεί πάνω έχει ποτήρια". Σηκώθηκα. Το ημερολόγιο στον τοίχο δίπλα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες έγραφε Κυριακή, 6 Δεκεμβρίου, Ι΄Λουκά, Νικολάου αρχιεπισκόπου, Μύρων, Νικολάου νεομ.

Tuesday, December 08, 2009

Τρίχες.

Σήμερα λέω να μην με νοιάζει πώς δείχνουν τα μαλλιά μου. Σήμερα λέω να τα αφήσω ελεύθερα, λυτά, να πάρουν κι αυτά τον αέρα τους. Βλέποντάς τα έτσι, η γιαγιά μου θα με ρωτούσε αν τα χτένισα καν, και πάντα θα επέμενε σε έναν σοβαρό κότσο, που θα αναδείκνυε την "αρχοντιά μου". Ο παππούς θα με ρωτούσε γιατί δεν τα κάνω μια πλεξούδα το βράδυ, παρά τα αφήνω να μπλέκονται και να μπερδεύονται στον ύπνο μου. Με την πλεξούδα αποκτούν και κάτι όμορφους κυματισμούς που πολύ μου αρέσουν. Έχω πάντα σε επιφυλακή το κοκαλάκι που τα δένει σφιχτά, αν χρειαστεί να κάνω καμιά σοβαρή δουλειά χειρωνακτική ή πνευματική, βλέπεις δεν διαθέτω τη φινέτσα των κοριτσιών των διαφημίσεων, που μπορούν με χάρη να αλλάζουν αεροπλάνα, ενώ φυσά ένας μανιασμένος αέρας, δεδομένου ότι φορούν εκείνη την αόρατη λακ που, ναι μεν διατηρεί τη φόρμα τους άψογη, μα δεν τους προσδίδει την όψη κράνους από την άλλη. Πού τη θυμήθηκα τώρα εκείνη τη διαφήμιση με τη λακ που όχι μόνο δεν μιμείται την τραχύτητα ενός συρματοπλέγματος, αλλά και αφήνει το στοργικό χέρι ενός άνδρα να χαϊδέψει τρυφερά την ξανθή κόμη, την οποία προστατεύει με σταθερό -πλην αόρατο- κράτημα. Στην περίπτωσή μου, πάλι, όσοι προσπάθησαν να βάλουν το χέρι τους στα μαλλιά μου, κι ας μην φορούσα λακ, για να τα χτενίσουν υποτυπωδώς και τρυφερά εν είδει χαδιού, αντιμετώπισαν παντός τύπου εμπόδια, από έναν κόμπο που εκείνη την ώρα δημιουργήθηκε -κι ας τα είχα υποδειγματικά βουρτσίσει και ξεμπερδέψει- μέχρι την μήνιν μου για τον πόνο που μου προκαλούσαν. Και να σκεφτείς ότι πριν χρόνια μια άγνωστη κυρία μού είχε πει ότι τα μαλλιά μου μια μέρα θα κάψουν καρδιές!...

Tuesday, December 01, 2009

The end of timing.

Εδώ και λίγο καιρό, κάθομαι και διαβάζω τα παλιά.
Πότε χαμογελώντας, πότε θλιμμένα και πότε θυμωμένα πίνω στην υγειά λέξεων και υποσχέσεων που ξεστομίστηκαν κι αφέθηκαν να σκονίζονται παρατημένες στα ράφια του χρόνου, ενώ έξω ο ήλιος καίει για φθινόπωρο.
Στεγνώνει το βρεγμένο πάτωμα σε λίγα λεπτά.
Τα ρούχα κάνουν κύκλους απλά για να διώξω τις μυρωδιές τους, δεν είναι λερωμένα. Έχω βρει κι ένα καλό απορρυπαντικό, που διώχνει τις επίμονες σκέψεις και κάποιες άσκοπα επανερχόμενες παλιές εικόνες. Βιάζομαι.
Είναι κάποιες στιγμές που χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου και άλλες που καρφώνομαι στη γη σίγουρα και σταθερά.
Άλλα ξεκίνησα να λέω.
Το πλυντήριο φέρνει γρήγορες στροφές, έτσι και το μυαλό μου καμιά φορά. Περνιέμαι συχνά για χαζή, δεν θα σου πω
εγώ αν είμαι ή όχι, δεν με ξέρεις άλλωστε και μπορεί και να σου πω ψέματα. Μα η ορθότητα μιας απόφασης δεν κρίνεται από το αποτέλεσμά της. Κρίνεται από το αν λήφθηκε με βάση την αξιολόγηση και τον συνυπολογισμό όσο το δυνατόν περισσότερων από τις διαθέσιμες πληροφορίες. Κι εγώ είχα μπόλικες από δαύτες, λεκτικές και μη λεκτικές, ρητές και άρρητες, μα, το χειρότερο, στους μεγαλύτερους φόβους τους δειλές και ξεφτισμένες, ημιτελείς, σαν κέντημα που έμεινε για πάντα αρχινημένο, εγκατελειμμένο και ξεχασμένο σ' ένα συρτάρι. Εκείνη τη μέρα που ένα χέρι απλά σταμάτησε να κεντά και το παράτησε.
Κάποιοι περνιούνται για θαρραλέοι, για δυνατοί, για βέβαιοι... Κι όταν διαπιστώνεις ότι δεν είναι, αναλαμβάνεις να παίξεις εσύ τον ρόλο τους. Μάλλον, στον πασάρουν επιτήδεια, με μια ατάκα-κλειδί, την οποία καλείσαι ν' αρπάξεις και να συνεχίσεις από 'κει...
Και η ζωή συνεχίζεται... εν μέσω πεσμένων φύλλων, με γέλια δυνατά, όχι του ενθουσιασμού μα της βεβαιότητας, με αναδρομές, με σχέδια, που θα βγουν τα περισσότερα πλάνες, αλλά δεν πειράζει, τώρα θα ξέρω, κάθε φορά ξέρω και περισσότερα, ξέρω αλλιώς, με κουβέντες, με βλέμματα, με αγκαλιές ξεχασμένες στον χρόνο, με μικρές πολύτιμες πράξεις απελευθέρωσης, με τον χειμώνα που ακόμα δεν λέει να έρθει να με βρει κουκουλωμένη στο κασκόλ μου...
Καλά είναι κι έτσι... Μην σκαλίζεις...