Thursday, October 29, 2009

Απουσία.

Κι έτσι, καθώς έσκυψα μπροστά σου, με πήραν τα δάκρυα, δεν ξέρω αν ήταν για σένα ή για όλους μας και δεν σκόπευα να τα ρωτήσω, ούτε εκείνα εμένα, αν τα δάκρυα ρωτούσαν, θα σήμαινε ότι έχουν κι ελεύθερη βούληση, την οποία μπορούν να καταπατούν εν ονόματι ενός οποιουδήποτε ελέγχου, άσε που δεν θα τα εμπόδιζα. Αυτά τα συγκεκριμένα δάκρυα δεν ήταν από τα συνηθισμένα μου. Δεν ήταν δάκρυα να γράψω γι' αυτά ως συνήθως. Ούτε από τα άλλα που δικαιολογείς λέγοντας "φύσηξε αέρας και μπήκε σκόνη στα μάτια μου" ή που καλύπτεις επιτυχημένα μια νύχτα με βροχή. Ξεκίνησαν αιφνιδιαστικά από έναν βαθύ λυγμό που έγινε πολλοί μικρότεροι, λες κι είχαμε απομείνει σε εκείνη την ησυχία μόνο εσύ κι εγώ, ακριβώς τη στιγμή που, αν ήθελα να σου μιλήσω, θα σου 'λεγα πως δεν έχω λόγια να σου πω, ούτε ποτέ είχα. Ούτε να σε κοιτάξω μπορούσα. Δεν σου χρωστάω και δεν μου χρωστάς τίποτα, ούτε καν μια συγγνώμη, δεν ήταν γι' αυτό που έκλαιγα. Εκεί που ήρθα να σε συναντήσω, πάντα ένιωθα ασφάλεια να κλάψω με την ησυχία μου, οι απουσίες είναι πολύ ισχυρές.
Τρέφω μεγάλη εμπιστοσύνη και απέραντο σεβασμό στη δύναμη της απουσίας.

Friday, October 23, 2009

Θα...

Θυμάμαι από μικρή μου άρεσε να μου "τάζουν" πράγματα. Και, θα είμαι ειλικρινής, δεν ζητούσα πολλά. Ένα δυο πράγματα με θυμάμαι πάντα να ζητάω. Όχι ότι ήθελα να μου λένε "υπόσχομαι" ότι θα κάνω ο,τι μου ζητάς, αλλά να μου λένε "ναι". Ούτε πάλι ότι ήμουν το παιδί που δεν του έλεγαν "όχι" ή δεν ήξερε από όρια (αυτά πια τα τηρούσα πάντα σε υπερβολικό βαθμό) ή δεν δεχόταν την άρνηση ως απάντηση, αλλά να, ήθελα μερικές φορές να μου λένε "ναι, θα σου πάρω αυτό που θες κάποια στιγμή" ή "ναι, θα πάμε εκεί κάποια φορά" κι ας ήξερα ότι μπορεί να μην γινόταν... έστω, με αυτήν την αοριστία του "κάποτε", δεν με πείραζε. Καταλαβαίνεις, δεν περίμενα να δω το αποτέλεσμα, ώστε να επιβεβαιώσω αν τηρήθηκε η "υπόσχεση". Δεν έβλεπα τον λόγο τους ως δέσμευση. Δεν έκρινα την ειλικρίνειά τους βάση του αποτελέσματος. Κάποια στιγμή το αντιλήφθηκαν επιτέλους και έπρατταν αναλόγως, θεωρώντας ότι με ξεγελούν, αλλά εγώ ήμουν ευχαριστημένη. Προφανώς το ίδιο κι εκείνοι, που γλίτωναν από τη γκρίνια μου.
Δεν ήξεραν ότι για μένα η απάντησή τους σήμαινε ότι όλα είναι δυνατά, ότι όλα μπορούν να γίνουν, κι ας μην γίνονταν ποτέ. Τελικά, μάλλον αναζητούσα απλά την αισιοδοξία.

Sunday, October 18, 2009

Κυριακή βράδυ

Να, τέτοια μέρα θα μαζευόταν κόσμος στο σπίτι, θα φορούσαν τα καλά τους ρούχα, όχι τα πολύ καλά, αλλά σίγουρα θα ήταν περιποιημένοι, το σπίτι θα ήταν συμμαζεμένο όπως πάντα και καθαρό, θα κάθονταν στο καθημερινό -το σαλόνι το είχαμε για τις γιορτές, όχι όλες τις μεγάλες γιορτές, αφού πάντα λείπαμε, αλλά τις ονομαστικές σίγουρα, εκεί είχα γιορτάσει δυο φορές και τα γενέθλιά μου, δύο, μετρημένες στα δάκτυλα, την πρώτη επειδή το ζήτησα και τη δεύτερη πάλι επειδή το ζήτησα, γιόρτασα και μια τρίτη, μόνη μου, κανείς από όσους περίμενα δεν τα θυμήθηκε και από τότε το αποδέχτηκα και δεν θυμώνω, δέχτηκα μια ανθοδέσμη κι ένα βιβλίο με ποιήματα που από τότε που με θυμάμαι μου άρεσαν κι εκείνη κιόλας τη μέρα έγραψα ένα ποίημα που μου 'λεγε να χαμογελώ κι έλεγε για κάποιον που θα πετούσε ο,τι παλιό από τη ζωή μου και θα με έκανε να γελάω- και θα γελούσαν. Θυμάμαι τον κόσμο να μιλά και να γελά δυνατά, το δωμάτιο γέμιζε καπνό, τα τασάκια αποτσίγαρα και φλούδες από φιστίκια, η μαμά θα στεκόταν όρθια στην πόρτα με το χέρι στο κούφωμα και θα ρωτούσε τι να φέρει, οι φίλοι ως συνήθως δεν θα ήθελαν τίποτα, αλλά εκείνη κάτι θα έφτιαχνε, γρήγορα και καθόλου πρόχειρα, πώς τα έκανε αυτά τα μαγικά και το τραπέζι μεταμορφωνόταν, ακόμα δεν ξέρω. Αυτό ειδικά δεν μου το κληροδότησε. Αργά προς τη νύχτα θα έβγαιναν τα βαριά ποτήρια για το ουίσκι, ή νωρίτερα, δεν θυμάμαι τη σειρά, αν πεινούσαν πρίν ή μετά το ουίσκι. Δεν ξέρω αν χτες βράδυ ονειρεύτηκα τις φωνές και τα γέλια τους πίσω από τον τοίχο ή αν τα φαντάστηκα. Το σίγουρο είναι ότι μου έλειψαν. Τότε μου φαινόταν πολύ περίεργο αν το σπίτι δεν είχε κόσμο την Κυριακή. Τώρα από το σπίτι εκείνο λείπω. Έμειναν οι δικοί μου πίσω. 'Αλλαξαν και σπίτι και μαζί λες και τις συνήθειές τους. Είναι που μεγαλώνουν ή είναι που ψάχνουν τη χαρά σε λάθος σημεία;
'Ασε με εμένα... Τις τελευταίες μέρες στα όνειρά μου με κυνηγά ο χρόνος.

Tuesday, October 13, 2009

...πολλά!

Στέρεψα από προβλήματα για δύσκολους λύτες. Σήμερα, δεν ξέρω. Αμετάβατο το ρήμα. Παλεύω εδώ και ώρα κάτι να βρω, και δεν είμαι έτσι μαθημένη εγώ. Εγώ έχω μάθει τα δάχτυλα να τρέχουν και το μυαλό να μην προλαβαίνει. Κι ανάποδα, το μυαλό να τρέχει και τα δάχτυλα να μην προλαβαίνουν. Με τα χρόνια μαζί σου έμαθα κάποια λίγα πράγματα, τα ουσιώδη, θεωρώ, τα απλά. Έμαθα να δίνω χωρίς να σκέφτομαι κι έτσι ξέχασα να μετράω, έμαθα να ακούω, να κοιτάω και να θυμάμαι, κι έτσι ξέχασα να μην υπολογίζω, έμαθα να θέλω, κι έτσι ξέχασα να φοβάμαι, έμαθα να πιστεύω, κι έτσι λησμόνησα να προσέχω. Στο 'χω πει πολλές φορές στα τόσα χρόνια -λίγες, αν το διαιρέσεις με αυτά- και είσαι η μόνη, από τους ελάχιστους που το έχουν ακούσει, που δεν γελάς ούτε το αρνείσαι ούτε το βαριέσαι, μόνο με κοιτάς στα μάτια και δεν το χορταίνεις, όχι επειδή πιστεύεις πως το αξίζεις, το αντίθετο μάλιστα, μα γιατί κάθε φορά σου φαίνεται σαν να 'ναι η πρώτη, κάθε φορά σαν να σου χαρίζουν το πιο πολύτιμο δώρο, φωτίζεται το πρόσωπό σου από χαρά και σκοτεινιάζει από ντροπή, και δεν σου 'χω δώσει πολλά δώρα, γιατί όλα μου φαίνονται λίγα μπροστά σε αυτό, μα κι αυτό το ξέρεις, τι κάθομαι και σου εξηγώ;
Να σου πω πως σ' ευχαριστώ ήθελα απλά.

Friday, October 09, 2009

Εποχές

Θυμάμαι κάτι νύχτες με τα φώτα αναμμένα, φώτα αυτοκινήτου, φώτα υπολογιστή, φώτα λάμπας κίτρινης μελαγχολικής και ενοχλητικής στο ταβάνι, φώτα μικρού λαμπατέρ, φώτα μακριά πέρα από βουνά, φώτα μπαρ και μαγαζιών, φως του φεγγαριού και των αστεριών, φώτα άγνωστων δρόμων. Θυμάμαι την αφή ενός τζην φθαρμένου και μαλακού, που ακουμπούσα το χέρι μου. Θυμάμαι πάντα κάτι να ψάχνεις, πάντα κάτι να δουλεύεις στο μυαλό σου. Θυμάμαι το μέτωπό σου προβληματισμένο. Περιέργως, δεν σε θυμάμαι να γελάς συχνά. Ξέρεις, χα-χα, όχι χαμόγελο. Θυμάμαι να γελάς σπάνια, δυνατά και λίγο. Θυμάμαι όμως καλά το πώς γελάς. Μου αρέσει να σε ακούω να γελάς ή να σε νιώθω να γελάς, κι ας μην σε ακούω. Θυμάμαι το άρωμά σου, όλα τα αρώματά σου, όλες τις μυρωδιές σου. Θυμάμαι μπουφάν και κασκόλ και σκουφιά και μετά άρωμα Πασχαλιάς και μετά ζέστη, ανοιχτά παράθυρα, ιδρώτα, κλειστά μάτια στον ήλιο, πέδιλα. Μου λείπει μια εποχή για να μπορώ να σε βάλω σε έναν χάρτη με τις τέσσερις εποχές, σαν εκείνον που είχαμε στον τοίχο της αίθουσας στο δημοτικό. Τότε τις εποχές τις γράφαμε με κεφαλαία κι είχαμε κι από ένα ποίημα να πούμε για καθεμιά τους. Η Άνοιξη είχε παιδιά με λουλουδάτα πολύχρωμα στεφάνια στο κεφάλι, το Καλοκαίρι στάχια κίτρινα και έναν ήλιο χαμογελαστό, το Φθινόπωρο καστανά και χρυσά φύλλα και βροχή και παιδιά με γαλότσες και ομπρέλες, ο Χειμώνας ήταν ασπρομάλλης γέρος με φουσκωμένα μάγουλα και φυσούσε δυνατά και θυμωμένα.
Μου λείπει μια εποχή μαζί σου. Όχι να σε ακούω, μα να σε ζω.

Thursday, October 08, 2009

Σμαράγδια και ρουμπίνια!

Τα πολύχρωμα πετραδάκια τα κεντημένα σε όλη την επιφάνεια της φτηνής της μπλούζας φεγγοβολούσαν σαν αστέρια στην γκρι οροφή του ταξί. Ο οδηγός σίγουρα δεν θα τα είχε προσέξει, εκτός αν τον τύφλωναν, καθώς το φως τους έπεφτε στα μάτια του. Όχι απλά φεγγοβολούσαν, αλλά χόρευαν κιόλας. Ούτε χόρευαν, σχεδόν κολυμπούσαν, έτσι μπορώ να περιγράψω την κίνησή τους. Έκανε ζέστη, τα παράθυρα ανοιχτά, ο ήλιος εισέβαλλε από παντού και διαθλάτο σε ο,τι προσέπιπτε, π.χ. σε πετραδάκια μιας μπλούζας μιας καλοχτενισμένης κυρίας. Η κυρία στη θέση του συνοδηγού είχε όρεξη για κουβέντα και σχόλια για τον καιρό. Έπινα τον καφέ μου στο πίσω κάθισμα ενός συνηθισμένου ταξί, μιας συνηθισμένης διαδρομής, μιας καινούριας όμορφης μέρας και τραγουδούσα από μέσα μου σκεπτόμενη -μην γελάσεις- πάλι εσένα.
Οι πολύχρωμοι γλεντζέδικοι αντικατοπτρισμοί απέσπασαν για λίγο την προσοχή μου.

Friday, October 02, 2009

Η Καθοριστική Στιγμή

Μπήκε στο ερμάριο ή το συρτάρι (δεν πρόσεξε και δεν θυμάται πού, γιατί είχε σκοτάδι και η μεταφορά συνετελέσθη βιαστικά, χωρίς πολλές πολλές επεξηγήσεις και ανάλογη προετοιμασία), μαζί με στυλό, χάρακες, σημειώσεις, αχρησιμοποίητα και άχρηστα ημερολόγια, υποχρεώσεις και εκκρεμότητες, ωστόσο στην κορυφή της to-do list, να μην είμαστε και άδικοι. Ναι, κι όμως, χώρεσε μια χαρά, παρότι στριμώχτηκε λιγάκι. Όλα γίνονται, αν θέλει κανείς. Θα επανέλθει στο φως άμα τω ανοίγματι του ερμαρίου, θα βγει με φούρια, θα τινάξει τις σκόνες από τα φτερά, θα αναπνεύσει βαθιά και θα μαζέψει ο,τι τελοσπάντων απέμεινε από κάτι καιρούς παλιούς που κοντεύουν να ξεχαστούν ή που δεν χρησιμεύει να επανέρχονται σε καμιά, σε οποιαδήποτε, σκέψη ή συνείδηση. Εξάλλου, ό,τι υπάρχει πραγματικά είναι το παρόν της στιγμής, όπως πάντα.
Αυτό ονομάζεται πράξη! Το παρόν. Η επιλογή δράσης ή μη-δράσης. Το "θέλω" κι όχι το "πρέπει", ούτε το "μπορώ". Η στιγμή. Ούτε το πριν ούτε το μετά της. Αυτή η χιλιοειπωμένη και κακομεταχειρισμένη και περιφρονημένη καθοριστική στιγμή...

Thursday, October 01, 2009

Λογόρροια

Προσπαθείς να με ζωγραφίσεις, να με εικονίσεις, να με βάλεις σε πίνακες, σε λόγια, σε στίχους, σε σύμβολα, να με ταυτίσεις με λουλούδια ή με τον καιρό, να με φανταστείς να κρατώ μια κούπα τσαϊ ή ένα κολωνάτο ποτήρι του κρασιού ή να καταπίνω λαίμαργα νερό μια ζεστή μέρα, να φοράω φόρμες ή ανάλαφρα φορέματα ή περίεργα παντελόνια, να κοιτάω τα χαρτιά μου, να διαβάζω ένα βιβλίο ή να γελάω δυνατά. Προσπαθείς να με δεις μες στον χρόνο, ποια ήμουν, πώς μεγάλωσα, πώς ταξίδεψα και με ποιους παρέα, πώς επιβίωσα, ποιες άμυνες επιστράτευσα, κάπως σαν να μου βγάζεις τα ρούχα ένα ένα και να με βλέπεις γυμνή. Προσπαθείς να με δεις μες στη νύχτα καθώς επιστρέφω, μοναχική με φαντάζεσαι και καλά κάνεις, κι εγώ έτσι με φαντάζομαι, θες να μπεις στις σκέψεις μου εκείνης της ώρας κρυφά, λαθραία, με μια συστολή που σε χαρακτηρίζει, να υποθέσω, κανείς δεν θα του άρεσε να δουν ότι παραβιάζει ξένη ιδιοκτησία, μα εγώ θα σ' αφήσω, έτσι, μες στο σκοτάδι, ενώ σκέφτομαι έναν στίχο ή χαμογελώ που και σήμερα τα κατάφερα, όχι με τους άλλους, αλλά με μένα τα κατάφερα, εκεί ακριβώς είναι που θα σε αφήσω να εισχωρήσεις στη σκέψη μου, να εισβάλεις, να το πω καλύτερα. Για τόσο λίγο. Φτάνει για σήμερα. Όχι ότι σου βάζω όρια. Μα είναι σειρά μου τώρα. Και σε αυτόν τον αόρατο κόσμο, κινδυνεύω να με χάσω σου λέω.