Ξανά-μανα
Ναι, πάλι μαζί σου τα 'χω βάλει, είσαι υλικό για έμπνευση, άκου το, κι ας μην περνάει καν απ' το μυαλό σου ότι μπορεί να μιλάω -πόσο μάλλον να γράφω-για σένα. Για σένα που, ενώ ήρθες τόσο κοντά με τον θάνατο, αυτός πέρασε αφήνοντας πληγές στο σώμα σου, χωρίς να προσθέσει τίποτα στην άποψή σου για τη ζωή. Ζωσμένη την ποδιά σου, φροντίζεις να ικανοποιείς τους γευστικούς κάλυκες συνδαιτημόνων πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πάντα συμπορευόμενη με τα θέλω των άλλων και ποτέ με τα δικά σου. Αναρωτιέσαι αν λείπει αλάτι ή πιπέρι, μα λείπει κάτι άλλο που δεν μετριέται και ίσως και να μην ονομάζεται, απλά υπάρχει και το γραπώνεις, κάτι σαν την πρώτη αχτίνα του ήλιου το ξημέρωμα ή την τελευταία πριν τη δύση. Ξέρεις να δείχνεις τον σωστό τρόπο να σιδερώνει κανείς παντελόνια με τσάκιση, τον σωστό τρόπο να επιλέγει κανείς έπιπλα ή ρούχα ή δρομολόγια, τον σωστό τρόπο να ανατρέφει κανείς παιδιά, τον σωστό τρόπο να εκτελεί κανείς μια συνταγή ή να ζει... Ξέρεις να μετράς σωστά τον χρόνο, μα αν θυμόσουν τη μέρα που πίστεψες πως για σένα ο χρόνος τελείωσε, θα πετούσες ρολόγια, "πρέπει" και "μην" στον κάλαθο των αχρήστων. Και έζησες, σου δόθηκε η ευκαιρία να μετανιώσεις, να αλλάξεις, να χαμογελάς πιο πολύ, κι εσύ φρόντισες να την κάνεις άλλη μια συνταγή απλής επιβίωσης, κι ούτε μία φορά είπες "έζησα, να κοιτάς να ζεις, τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Να ζεις συμφιλιωμένη με αυτό που είσαι, με ανθρώπους συμφιλιωμένους με αυτό που είσαι" (δεν σου μίλησα για καμιά βαριά φιλοσοφία).
Αν ήμουν εσύ, θα μου φιλούσα τα χέρια, θα σταματούσα στην άκρη του δρόμου και, αν κάπνιζα, θα άναβα τσιγάρο, τουλάχιστον θα με κοιτούσα στα μάτια... Μα και να το σκέφτηκες, δεν το έκανες, όπως εγώ δεν σου λέω ποτέ πως σ' αγαπάω, κι ας το ξέρω.
Τα 'χω βάλει μαζί σου, όχι χωρίς αφορμές.
Μα τελικά κάποιοι άνθρωποι πάντα θα ψάχνουν -και θα βρίσκουν- έναν λόγο για να είναι δυστυχισμένοι.
Χαχα!
Κοίτα που νόμιζα πως είναι Τετάρτη, ήμουν σίγουρη χτες βράδυ ότι σήμερα θα είναι Τετάρτη. Κοίτα να δεις που η ώρα μου πάει πίσω και οι μέρες μου πάνε μπροστά. Κοίτα να δεις που οι ζυγοί αριθμοί με κυνηγάνε, η γιαγιά έλεγε να επιδιώκω τους μονούς, "δεν κάνει", "γιατί;", "έτσι, δεν κάνει", εκεί δεν το προχωράς άλλο, δεν το επιτρέπει το βλέμμα της, η κοσμοθεωρία της δεν μπορεί να ανατραπεί με επιχειρήματα λογικής και επιστημοσύνης, είναι η ώρα που φεύγω να πάρω τον αέρα μου ή ανοίγω τα αυτιά μου και ταξιδεύω στον χρόνο, τότε που το φεγγάρι έφτανε για να περπατάς το βράδυ και για να τρομάζεις με μορφές κρυμμένες πίσω από τα δέντρα, τότε που το ψωμί ήταν βαρύ και ξινό, τότε που η ζέστη έκαιγε αλλιώς και, δεν ξέρω, δεν υπήρχαν τότε τσιγάρα;, αλλά τα αποτσίγαρα δεν ξεκινούσαν πυρκαγιές στα δάση, τότε που "η μέρα που πέρασε δεν είναι μια μέρα που χάθηκε", τότε που οι πόρτες ήταν ανοιχτές όλη τη μέρα και τη νύχτα ("μανία που 'χεις ρε Ιουλίτα να τ' αφήνεις όλα ανοιχτά!"), πάλι καλά, ακόμα και σήμερα το κλειδί είναι σε εμφανές πάντα σημείο, μπορείς κι εσύ να το πάρεις και ν΄ανοίξεις, θα σου πω από κοντά, φαίνεται σου λέω!, χαχα, τότε που τα σπίτια ήταν δροσερά κι έβλεπαν πάντα την ανατολή, ο παππούς έβαζε προς το παράθυρο το καθρεφτάκι του να ξυριστεί, ανακάτευε τον αφρό, να, έτσι, σαν να τον ακούω τον ήχο του πινέλου, το σύρσιμο του ξυραφιού στα τραχιά γένια, χτυπούσε η καμπάνα, σου φορούσαν τα καλά σου, ήσουν ένας κινητός κόκκινος φιόγκος, χαχα, 4000 δραχμές σου το είχαν πάρει εκείνο το φόρεμα, και μετά από πολλά παρακάλια, ήταν πανάκριβο, τώρα που το βλέπω, δεν είχες μάλλον γούστο, χαχα, τότε που οι άνθρωποι δεν μονώνονταν σε δωμάτια, γιατί ήταν πολλοί και τα δωμάτια λίγα και κρύα τον χειμώνα, οι πόρτες έκλειναν πίσω και τα όνειρα έσταζαν από τρύπες στο ταβάνι, τότε που τις γιορτές τις είχαν ανάγκη, τότε που οι γάμοι γίνονταν ακόμα και μέσα στις λάσπες του χειμώνα και κανείς δεν χαμογελούσε στις φωτογραφίες, τότε που λέγανε ακόμα παραμύθια και δεν χρειάζονταν βιβλία για να τα διαβάζουν, εκείνο με το φίδι, το άλλο με τη μάγισσα στο δάσος, το τρίτο...να, είδες; τα ξέχασα κιόλας.
Τελικά έβρεξε. Την περίμενα τη βροχή από το βράδυ, και όχι μόνο αυτή, αλλά γι' αυτό θα σου πω άλλη φορά...
Κλικ.
Ζαλίζομαι και χωρίς να κοιτάω από ψηλά, θολώνουν τα μάτια μου και χωρίς να βουρκώνω, μέσα στο κεφάλι μου υπάρχει κάτι που δεν θα το 'λεγα ούτε θυμό, ούτε παράπονο, ούτε αηδία, ούτε αμφιβολία, ούτε ενοχή, ούτε πόνο, ούτε μετάνοια, ούτε αποφασιστικότητα, ούτε άρνηση, ούτε βλακεία, ούτε θλίψη, ούτε απογοήτευση, ούτε θάρρος, ούτε δύναμη, ούτε που ξέρω τι άλλο και με ποια σειρά . Μέσα στο κεφάλι μου ακόμα δεν έχει ξημερώσει το χτες, ενώ το αύριο έχει πάει στον αγύριστο. Μπορώ να τα γυρίσω όλα σε μια στιγμή, σαν μια λεκάνη με βρώμικο νερό, απ' αυτό που μας έπλεναν τα πόδια μικρά, και δεν θα 'χω κάνει και κανα φοβερό κατόρθωμα, σιγά τα αυγά. Μια μέρα αυτό εδώ θα ονομαστεί ανάμνηση, "ης την μνήμην επιτελούμεν" μια κάθε χρόνο, μια στα σαράντα, μια κάθε μήνα, μια κάθε τόσο, άγνωστο πόσο, δεν είμαι και μάγος, έπεσα πολλές φορές έξω. Τα άλλα εγώ τα ακούω βερεσέ, κι ας πλήρωσα ακριβά πολλά απ' όσα έπραξα ή δεν έπραξα, και πάλι δεν ήμουν η μόνη ηρωίδα στον πλανήτη γη, δεν είπα αυτό, ούτε τα γράφω στο τεφτέρι μου, δεν έχω τεφτέρι. Δεν είναι η παρηγοριά μου το να μην μετανιώνω, είναι αυτό που μου γυρίζει το στομάχι τα μέσα έξω, είναι που έχει πάει 8 κι ετοιμάζεται να βρέξει και για μένα ο χρόνος έχει γίνει σπείρα που πλησιάζω το κέντρο της. Σε λίγο ένα δάχτυλο θα τραβήξει τη μια της άκρη σαν να 'τανε κλωστή και θα ξεδιπλωθεί σε μια ευθεία, με κατεύθυνση την έξοδο κινδύνου, τρέχα και κλείσε την πόρτα και βάλε δυνατά τη μουσική που απεχθάνεσαι και ξέρνα και ξέχνα. Ή πάλι μπορείς να πιάσεις την κλωστή και να την τυλίξεις γύρω από τη μέση σου, και μετά πάλι να ζητήσεις από το μαγικό δάχτυλο να την τραβήξει, να φέρεις σβούρες γύρω από τον εαυτό σου, θα σε κολάκευε πολύ μια φούστα, θα αναδείκνυε τα πόδια σου, και μην ξεχνάς να χαμογελάς στα πεινασμένα βλέμματα ανδρών που δεν πρόκειται ποτέ να ενδώσεις (κι ας κάποτε κάποιους τους πόθησες, μια φορά θέλησες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και το 'μαθες το μάθημά σου, αυτό δεν το ξανακάνεις), μην σφίγγεις τα χείλη, το κεφάλι ψηλά, περήφανο, σου επιτρέπω μια μικρή περιφρόνηση στο ύφος, φαντάζει ωραία σε φωτογραφία...Κλικ.
@εκείνη
Μεγαλώνουμε μάλλον και δεν φοβόμαστε πια ούτε τη νύχτα ούτε τους νεκρούς μας, σταματήσαμε τις επισκέψεις που τους υποσχεθήκαμε και που κάποτε είχαμε ανάγκη, ίσως γιατί μάθαμε να κλαίμε και χωρίς να τους σκεφτόμαστε, μεγαλώνουμε και πάψαμε να πηγαίνουμε παρέα-μοναχικές-βόλτες, τώρα οι βόλτες μου είναι μοναχικές-σκέτο, εσύ θες να θυμάσαι τη στιγμή, εγώ θέλω να τη ζω, μεγαλώνουμε και δεν αντέχουμε τη μουγκή αγάπη, διεκδικούμε να την βλέπουμε, να την ακούμε, να την γευόμαστε, αλλού αρκούμαστε σε λίγα, κι αλλού απαιτούμε πολλά, μεγαλώνουμε και το προφανές μας αποτελεί ξαφνικά αίνιγμα, μεγαλώνουμε και αγκαλιαζόμαστε σαν κάθε φορά να 'ναι η τελευταία, σαν κάθε Αύγουστος να τελειώνει εκεί και να μην αναμένεται άλλος, μοιράζουμε ο,τι λατρεύουμε σε χέρια που εμπιστευόμαστε πως θα καταλάβουν, απλά θα καταλάβουν, μεγαλώνουμε και χάσαμε την πίστη μας, κρατάμε όμως την αθώα ματιά μας, μεγαλώνουμε και άρχισαν να συνηθίζουν κάπως τα λάθη μας, μάλλον κουράστηκαν να μας τα θυμίζουν, γι' αυτούς το κάνουν πιο πολύ, όχι για μας, μεγαλώνουμε και δεν ανεχόμαστε κάποιες ερωτήσεις, όπως κι οι άλλοι δεν ανέχονται τις απαντήσεις τους, μεγαλώνουμε και φοράμε φορέματα που ντρεπόμαστε να περπατήσουμε, το στήθος μας έχει μεγαλώσει και η κίνησή μας προκαλεί σχόλια και βλέμματα που δεν αντέχουμε, μεγαλώνουμε και οι παλιοί μας έρωτες έχουν παιδιά, που φωτογραφίζουν με καμάρι σε θεατρικές και άλλες παραστάσεις, μεγαλώνουμε και αναπτύσσουμε πια θεωρίες που βολεύουν την αλήθεια μας, αυταπατώμενοι πως κάποτε ίσως μας γράψει η ιστορία...
Απέριττα
Ένα σακίδιο φτάνει, είναι αρκετό. Δεν χρειάζομαι περισσότερα. Οι δρόμοι δεν θέλουν βάρος περιττό, ούτε οι ουρανοί. Θα περπατάω ξυπόλητη, ας μην πάρω παπούτσια. Θα θέλω να φύγω την άλλη μέρα κιόλας, φωνάζοντας να με αφήσουν ήσυχη, το ξέρω, μα τα βράδια θα είναι καλύτερα τα πράγματα, τα βράδια θα κάθομαι στο αγαπημένο μου σημείο να βλέπω τα αστέρια, όταν όλοι θα κοιμούνται. Θα είμαι ακριβώς απ' έξω, μα κανείς δεν θα το ξέρει. Θα χαμογελάω με τις πεταλούδες και τις πυγολαμπίδες, θα γράφω, θα διαβάζω, ίσως χρειαστεί να φωνάξω δυνατά και θυμωμένα, μην με αναγκάσουν, δεν ωφελεί κανέναν, θα μπερδευτώ όπως πάντα, θα κάθομαι στο χώμα, στα πεζούλια, κάτω από τα δέντρα, όσο πιο κοντά στη γη, να ακούω την καρδιά της, να μυρίζω την ανάσα της, θα θέλω να σηκωθώ και να χορέψω ταραντέλα, μα δεν ξέρω τα βήματα και δεν έχω και ταίρι, θα ονειρευτώ πως ανεβαίνω πάλι στην πλάτη εκείνου του αλόγου και πως με παίρνει για μια βόλτα όπου θέλει, δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα, μόνο να του πω να τρέξει γρήγορα, με όλη του τη δύναμη, δεν θα φοβάμαι, θα με πάει κάπου ψηλά, να βλέπω μια θάλασσα, ή εκεί που μπορώ να ακούσω την ησυχία, αυτά είναι πράγματα που μπορούν να συμβούν στα όνειρα...
Επί της άμμου, παρά την θάλατταν...
...Ονειρεύομαι μια ερημική παραλία, να με καίει ο ήλιος, να έχω δυο κουλούρια για την πείνα κι εσένα για τη δίψα μου, χωρίς άλλον κανέναν, γυμνή, με το βιβλίο, το στυλό και το χαρτί μου, με τη φωνή σου μόνο ήχο, ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά κι ακούω τη φωνή σου, με βλέπω μέσα από το βλέμμα σου, ακόμα κι όταν έχεις τα βλέφαρα κλειστά, τη μια μου λες "μείνε", την άλλη "έλα", την άλλη... την άλλη δεν μιλάς...
Ονειρεύομαι ένα καλοκαίρι που πέρασε κι ένα που δεν θα 'ρθει, έτσι, γιατί...
Ιουλίτα, tais-toi!
Είμαι θυμωμένη εδώ και καιρό με κάτι που αρνούμαι να πιστέψω, μα κάθε φορά επιβεβαιώνεται: μιλάς και δεν σ' ακούνε! Και δεν είναι ένα όνειρο, δεν είναι ένας εφιάλτης, να πεις "ξύπνησα, τελείωσε". Σου λέω, μιλάς και δεν σε ακούνε, δεν σε προσέχουν. Κοιτάν αλλού, ακόμα κι αν σε κοιτάν στα μάτια, σκέφτονται άλλα, είναι σχεδόν σαν να μην είσαι εκεί, να σε προσπερνάν με το βλέμμα τους, είναι τελοσπάντων αγενές και θλιβερό, να θες να επικοινωνήσεις, ακόμα και να μιλήσεις για την όποια-τάδε σαχλαμάρα σου, μα πες την γρήγορα, να τελειώνουμε, πώς να στο πούμε, δεν μας νοιάζει, βιάσου!
Τόσος κοινός χρόνος με ανθρώπους, τόσα λίγα κοινά, τόσο λίγο το ενδιαφέρον...
Πες το γρήγορα: "ναι", "όχι", "πάμε", "οκ", "σκέφτομαι ότι...", "μήπως να...", "διάβασα χτες πως...", "θυμάμαι τότε που...". Μέχρι εκεί. Φτάνει!
Μετράω στα δάχτυλα μέσα στον χρόνο τα πρόσωπα και τις στιγμές που κάποιος αφιέρωσε χρόνο για να με ακούσει. Να κάνει υπομονή ρε γαμώτο να με ακούσει!...