Οι κόσμοι μας...
Τελικά, μάλλον καθένας μας φροντίζει να ζει σε έναν δικό του κόσμο, πλασμένο όπως τον εξυπηρετεί, όπου και φροντίζει να δημιουργεί τα προβλήματά του. Καθένας μόνος του πορεύεται, γιατί έτσι το διαλέγει, φαντάζεται τους κόσμους των άλλων μέσα από τα δικά του μάτια, άλλοτε ιδανικούς, άλλοτε ανυπόφορους, άλλοτε λίγους, άλλοτε γεμάτους ατυχίες και κακά. Οι κόσμοι μας δεν επικοινωνούν, άλλα με απασχολούν κι άλλα νομίζεις εσύ ότι με απασχολούν, δακρύζεις για πράγματα που ούτε πέρασαν από το νου μου, τη μοναξιά σου την καταλαβαίνω, αλλά δεν τη δικαιολογώ. Μακάρι κι εμένα να μου άνοιγαν μια τρύπα στον κόσμο μου, να έμπαιναν μέσα, να μου τα έκαναν άνω-κάτω, ίσως να καταλάβαινα, να ξυπνούσα. Στους δικούς σας κόσμους δεν καταφέρνω να εισχωρήσω, όσο κι αν θέλω, όσο κι αν προσπαθώ. Γιατί νομίζετε πως με άλλον τρόπο θα έπρεπε να μπω, ενώ εγώ μπαίνω με άλλον. Η συνεχής χαρά μου -έστω και εικονική- δεν φτάνει, η θλίψη μου σας δυσαρεστεί, η κούρασή μου σας απογοητεύει, ο δυναμισμός μου σας αναστέλει τα πλάνα για μένα. Γιατί δεν μπορεί κανείς να δει τον κόσμο μου όπως τον βλέπω εγώ; Κι αφήστε τον σε μένα, στο κάτω κάτω, είναι δικός μου. Ασχοληθείτε με τους δικούς σας, όχι με τον δικό μου! Μη φαντάζεστε πράγματα, ρωτήστε με... Μην σχεδιάζετε για μένα, το κάνω ή δεν το κάνω εγώ.... Μην ασχολείστε με τα λάθη μου, είπα τίποτα για τα δικά σας; Κι επιτέλους, αγκαλιάστε με με όπως είμαι, με τις αδυναμίες μου, τους φόβους μου, τα λάθη μου. Αυτή είμαι εγώ, αυτή είναι η αλήθεια μου!
Τα Χριστούγεννα της καρδιάς μας...
Διάλεγα, διάλεγα…. διάλεγα πού θα φυτέψω μια τριανταφυλλιά και πετούνιες, έψαχνα χώρο στον κήπο, ανάμεσα σε άλλα λουλούδια, στα δέντρα, σε τσιμεντένιες γωνιές (άραγε θα μπορούσε να ανθίσει μια τριανταφυλλιά κοντά τους;). Διάλεγα σκουλαρίκια, να κάνω δώρο στην Αθηνούλα, χρυσά, επιχρυσωμένα, ψεύτικα, απλά βαμμένα, μπερδευόμουν, άλλα ζητούσα και άλλα μου έδιναν, όλα ήταν δύσκολα…. Ξύπνησα κουρασμένη ήδη, λες και δεν είχα κοιμηθεί 10 ώρες, λες και είχα ήδη αντιμετωπίσει ένα σωρό δυσκολίες μες στη νύχτα, κινδύνους, ανασφάλειες, επιλογές. Έξω είχε αρχίσει να πέφτει κάτι σαν χιονόνερο, δυο τύποι στη στάση κοιτούσαν το πορτοφόλι της κοπέλας δίπλα μου και συνεννοούνταν με βλέμματα πώς θα της το αρπάξουν. Βιτρίνες στολισμένες, κι εμένα το μυαλό μου τρέχει σε εκείνη τη φωτογραφία με τα δύο κοριτσάκια από το Κονγκό, την οποία είδα χτες σε μια εφημερίδα και με ακολουθεί. Ποια Χριστούγεννα..; Για ποιους…; Αν γιορτάζαμε ποτέ τα Χριστούγεννα της καρδιάς μας, δεν θα έλαμπαν οι μεγάλες πόλεις, ούτε οι βιτρίνες, ούτε οι δρόμοι, θα έλαμπε το χαμόγελο στα χείλη μας, θα αγαπούσαμε λίγο περισσότερο, θα νοιαζόμασταν λίγο παραπάνω, θα ομορφαίναμε από χαρά. Αν τη στήσεις έξω από ένα μαγαζί παραμονές γιορτών, μόνο ευτυχία δεν θα δεις στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ίσως μια παροδική ικανοποίηση που τα «καταφέραμε να βγούμε σώοι», που «βρήκαμε αυτό που θέλαμε και σε καλή τιμή», που «δεν ξεχάσαμε να πάρουμε δώρο σε κανέναν». Στο σπίτι τα φανταχτερά λαμπιόνια σβήνουν, κάνει ζέστη αλλά κρυώνεις, είναι γιορτές αλλά δεν χαίρεσαι, είσαι πιο μόνη από ποτέ θαρρείς. Τέτοια Χριστούγεννα δεν είναι για σένα…
Οπουδήποτε
Είναι στιγμές, λίγες πια, που θα ήθελα να σου μιλάω για ώρες, να πιάνω το πρόσωπό σου στα χέρια μου, να είσαι εδώ, να με κοιτάς στα μάτια, να γελάς, να με πηγαίνεις βόλτες με το αυτοκίνητο στην παραλία, έξω να κάνει κρύο, λαμπάκια κρεμασμένα στα δέντρα, πόνεσαν τα πόδια μου να σε περιμένω στο κρύο, μου έπιασες το χέρι και τα ξέχασα όλα, ακουγόταν ένα τραγούδι που δεν ήθελα να τελειώσει, το τραγουδούσα λες και θα παρέτεινα τη διάρκειά του, λες και θα κατάφερνα να σε κρατούσα λίγο περισσότερο δίπλα μου. Τρέχαμε μες στη νύχτα, δεν φοβόμουν τίποτα, μου έφτανε που μου χαμογελούσες, αν με ρωτούσες πού θέλω να πάμε θα σου έλεγα «οπουδήποτε». Πού και πού σε θυμάμαι, πότε με πόνο, πότε με μίσος, πότε με απέραντη αγάπη που συγχωρεί τα πάντα, τι να συγχωρέσω, δεν θυμάμαι τίποτα, μόνο να κλαίω, να ζω σε ψευδαισθήσεις, σε αναμονές που δεν κατέληξαν πουθενά, σε τηλέφωνα που δεν χτύπησαν, σε πρόσωπα που δεν ήσουν εσύ –κι όμως, σου έμοιαζαν τόσο. Δεν υπάρχεις, ίσως και τότε ακόμα να ήσουν δημιούργημα της ανάγκης μου για μια αγάπη που ήρθε καθυστερημένα.
Υποκατάστατα
Σου δίνουν 10-12 τ.μ.. Μέσα σ'αυτά πρέπει να χωρέσεις το τραπεζάκι με τις καρέκλες, γλάστρες με λουλούδια και να αφήσεις και μια γωνιά να κάθεσαι να χαζεύεις τ' άστρα. Πάνω από 'σένα άλλες καρέκλες και τραπέζια στριμωγμένα, κάτω από 'σένα το ίδιο, κοιτάς αριστερά και δεξιά υποκατάστατα αυλών, δέντρων, χώματος. Όλα σε διώχνουν από εκεί ψηλά. Εσύ θέλεις να την πατάς τη γη, να την ξαπλώνεις, να τη μυρίζεις. Δεν σου φτάνει το δήθεν, κι ας έχει καλή θέα. Για σένα θέα είναι τα βουνά κι ο ουρανός, ο ήλιος ν' ανατέλει και να δύει σε μια αχλύ πίσω απ' τα βουνά. Θέλεις να τρέχεις, να ακούς τον άνεμο στα μαλλιά σου, το θροϊσμα των φύλλων στην ησυχία, τη βροχή στις στέγες, τα ξύλα στη σόμπα το βράδυ, θέλεις να βλέπεις αληθινό σκοτάδι, δυο μάτια να γυαλίζουν στην άκρη του δρόμου, ομίχλη, κίτρινα φύλλα, λουλούδια στη γη. Κάτω! Κάτω! Κι άλλο χαμηλά! Δεν θέλω σταυροδρόμια, εκτός αν ψάχνω τον δρόμο για να φύγω!...
Αγάπη...
Μερικές φορές το να δέσεις απλά μια κορδέλα και να γράψεις δυο λόγια τρυφερά μπορεί να σε γεμίσει τόσο πολύ, που να ξεχάσεις όλο το γκρι γύρω σου και να χαθείς στην αγάπη. Την αγάπη δεν μπορείς να τη ζητήσεις, όσο κι αν πεινάς γι'αυτήν. Έρχεται και σε βρίσκει. Κι αν σου λείπει κάτι, ποτέ δεν θα πεις "μάλλον μου λείπει η αγάπη". Ίσως να πεις "μου λείπει εκείνος", "μου λείπει κάτι", "μου λείπει το κάποτε", μα ποτέ δεν θα σκεφτείς ότι μπορεί να σου λείπει η αγάπη. Την καταλαβαίνεις όμως όταν έρχεται, ξαφνικά γεμίζεις, κι όσο περισσότερο δίνεις, τόσο πιο πολύ σε πλημμυρίζει. Ίσως τελικά δεν χρειάζεσαι να σ'αγαπούν, αλλά να αγαπάς. Ίσως πάλι να αγαπάς, όταν νιώθεις ότι σ'αγαπούν. Μην με ρωτάς, δεν ξέρω να σου πω πώς αγαπούν, ούτε πώς το δείχνουν. Αυτά τα πράγματα τα νιώθεις, τα αφήνεις να σε συνεπάρουν κι ας απογοητευτείς-ίσως και να μην χρειαστεί όμως. Η αγάπη μπορεί να μην περιμένει απάντηση. Είναι από μόνη της. Μπορεί να είναι ο ήχος της ησυχίας στο τέλος του δρόμου. Μπορεί να είναι να ξαπλώνεις στο χώμα και να χαζεύεις τ'αστέρια. Μπορεί να είναι μια αγκαλιά που περιμένει να σε ζεστάνει. Μπορεί να είναι ένα βλέμμα που δεν χορταίνεις ή δεν σε χορταίνει. Μπορεί να είναι το κελαϊδισμα ενός αηδονιού, όταν μια ψυχή φεύγει. Μα ποια είμαι εγώ για να μιλήσω γι'αυτά...;
Μουσική
Ακουγόταν μια μουσική σε πιάνο, κάτι της θύμιζε, μελαγχολική, νοσταλγική, από μακριά στον χρόνο, σκονισμένη, σε ασπρόμαυρο, σαν παλιά φωτογραφία. Χτες την επισκέφτηκε μια ζωή που έφυγε. Τι ήθελε από τη δική της ζωή; Τι ήθελαν όλοι αυτοί από εκείνη και εμφανίζονταν τα βράδια σαν λάμψεις μες στο σκοτάδι; Άνοιγε τα μάτια και τρόμαζε. Έκανε το σταυρό της, αναστέναζε κι έκλεινε ξανά τα μάτια. Αλλά τώρα τελευταία ούτε αυτό έπιανε. Δεν ήταν λύση. Λύση θα ήταν να βγάλει η ίδια τους δαίμονες από μέσα της. Ξημέρωνε με τη γεύση του θανάτου στο στόμα. "Κάποιος έφυγε", σκεφτόταν. Και ξεκινούσε...
Στα φανερά
Δεν το έκρυβε κιόλας... Μπορούσες εύκολα να καταλάβεις πράγματα γι' αυτήν απλά κοιτώντας την. Όταν ένιωθε μόνη, ακόμα και ανάμεσα σε κόσμο, πρέπει σταύρωνε τα χέρια και το βλέμμα της να ταξίδευε. Όταν της ανέβαινε ένας κόμπος στο λαιμό και τα μάτια της βούρκωναν, μάλλον μειδιούσε σφίγγοντας τα χείλη. Όταν δεν ήθελε να είναι πουθενά, κούρνιαζε στον καναπέ και παρακαλούσε να την πάρει ο ύπνος, να έρθει ένα όνειρο να την ταξιδέψει, να δει ότι πετάει ή ότι κολυμπά σε ζεστά νερά ή ότι ένα χέρι της χαϊδεύει το πρόσωπο, μια γνώριμη μυρωδιά την αγκαλιάζει. Όταν έκλαιγε απλά δεν θα την έβλεπες. Όταν έκλαιγε με λυγμούς, ούτε η ίδια θα ήθελε να δει τον εαυτό της. Καμμιά φορά χαϊδευε το χέρι της, για να δει ότι είναι αληθινή, προσπαθούσε να βρει έναν συνδετικό κρίκο με φωτογραφίες της του παρελθόντος, με εκείνο το κορίτσι που ήθελε μόνο να το αγαπούν, ζητούσε όλη την αγάπη του κόσμου, λες και της την στέρησαν...
Neat and clean
Κάθε που άνοιγε το φύλλο σε μια καινούρια βδομάδα, ένιωθε καθαρή, άδεια από σκέψεις, δυνατή να τα βάλει όλα σε μια σειρά και να αρχίσει από την αρχή, να σβήσει μουντζούρες, κοκκινίσματα, και μετά να διώξει φυσώντας τα απομεινάρια της σβήστρας. Δεν προλάβαινε να το πει, και φυσικά τα σχέδιά της αναιρούνταν , τα τετράδια γέμιζαν με θαυμαστικά, ώρες, ονόματα, χρωματιστά χαρτάκια και τηλέφωνα. Της άρεσε να το βλέπει στα τετράδια των άλλων, τα καλλιγραφικά γράμματα, τα ευανάγνωστα, μα στο δικό της όλα ήταν κακογραμμένα, άκρη δεν έβγαζε κανείς. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε έξω, στον δρόμο, είδε τον κόσμο στα αυτοκίνητα να προσπαθεί να μειώσει αποστάσεις χρονικές και χωρικές, τόσο δίπλα ο ένας στον άλλον και τόσο μακριά…