Friday, February 27, 2009

(χμμ...)


Μ' έπαιρνε από το χέρι η γιαγιά και κατηφορίζαμε για τον κήπο, πότε θα κοιτούσα μια πληγή στο γόνατο, πότε θα ένιωθα τη σκόνη να μπαίνει στα πέδιλα, πότε θα ένιωθα μια σταγόνα ιδρώτα να κυλά ανάμεσα στα στήθη μου, έκαιγε ο ήλιος στο σκούρο της μαντίλι, κι ας ήταν αργά το απόγευμα, κι ας ήξερες πως σε λίγο θα πιάσει εκείνο το δροσερό αεράκι που συνοδεύει τη δύση του ήλιου πίσω απ'τα βουνά. Σταματούσαμε σε μια ποτίστρα κι εγώ έπαιζα με τα βρύα κι έκλεινα το στόμιο της βρύσης με το χέρι μου, μόνο και μόνο για να δω το νερό να κατεβαίνει με ορμή, εκείνη με μάλωνε γλυκά κι έδενε ένα λάστιχο εκεί για να ποτίσει -αφού πρώτα βεβαιωνόταν πως είχαν περάσει όλα τα ζώα για να πιουν νερό. Πότε-πότε θα συναντούσαμε κανέναν βοσκό, που θα μας έλεγε καμιάν ιστορία για ένα αεροπλάνο που πέρασε χαμηλά και τον έκανε να σκύψει από τον φόβο του. Πότε θα μας σταματούσε μια γειτόνισσα για να ρωτήσει πώς παν οι ντομάτες, οι μελιτζάνες, οι πιπεριές και τα φασολάκια, "τίποτα φέτος, δεν θα 'χουμε να φάμε τον χειμώνα", πότε θα συζητούσαν για τις ντάλιες στον κήπο ή για τον χάμουργκα που έφαγε τις ρίζες και μαράζωσαν τα λουλούδια, ερωτήσεις πότε θα 'ρθουν και πότε θα φύγουν τα παιδιά, τι ώρα είναι η εκκλησία αύριο και τι ώρα θα χτυπήσει η καμπάνα,"έκανα γλυκό κεράσι, από αυτό που σου αρέσει Ιουλιτάκι, έλα το απόγευμα να φας", οι πόρτες πάντα ανοιχτές, μεσημέρια, απογεύματα, πρωινά -πότε άρχισαν να κλειδώνουν, αλήθεια;- χτυπάς ευγενικά, "έλα μέσα καλό μου, τι χτυπάς;", και σε υποδέχεται μια μεγάλη αγκαλιά που μυρίζει γλυκό ιδρώτα σε φανέλα, χώνεσαι μέσα της και δεν θες τίποτα άλλο για να χαμογελάσεις και να νιώσεις ασφαλής, σε κερνάν σοκολατάκια και παστάκια και κρύο νερό, δοκιμάζεις το φαγητό τους, φοράς σορτσάκι και κοντομάνικο κι έχεις τα μαλλιά σου λυτά, "θα κάψουν καρδιές αυτά τα μαλλιά μια μέρα", θυμάσαι και χαμογελάς, σαν έναν οιωνό που ψάχνεις να βρεις αν εκπληρώθηκε, κάθεσαι στο πεζούλι ή κάτω στον δρόμο, σε μαλώνουν, θα κρυώσεις, βάλε ένα μαξιλάρι, μα εσύ κοιτάς τον ουρανό, τα σύννεφα, το πρώτο αστέρι, το φεγγάρι, όλο ψηλά το κεφάλι, πάντα ψηλά, ακούς τα αηδόνια, σε φωνάζουν στον δρόμο, "άντε, έλα επιτέλους, πάμε για κρυφτό", μετά "για βόλτα", μετά "για ποτό", μετά για "να τα πούμε", μετά "θα είναι κι εκείνος άραγε;". Ξημερώνει και βλέπεις τον ήλιο από την άλλη πλευρά του ουρανού, πορτοκαλή, τεράστιο, έχεις πιει λίγο κι είσαι ακόμα πιο όμορφη από αυτό που λένε, πάλι κοιτάς το βουνό και κάνει κρύο, ρίχνεις το τζην στην πλάτη σου, "κάνε μας έναν καφέ", κι όσα θες είναι όλα εκεί. Όλα. Νιώθεις ευτυχισμένη. Κι είναι κι εκείνη στη ζωή σου. Το σπίτι σου είναι και στο σπίτι της, εκείνο το σπίτι, όχι αυτό τώρα, γι' αυτό δεν θες να πας, χτυπάς το τζάμι και βγαίνει η μουρίτσα της στο παράθυρο, "μπες μέσα, δεν είμαι έτοιμη", νευριάζεις, και τώρα ακόμα δεν έχει αλλάξει, πάντα εσύ την περιμένεις, αλλά δεν θυμώνεις ποτέ, την αγαπάς πολύ, την αγαπάς πάρα πολύ, μαζί ανάβετε κεράκια στους ταξιδεμένους και τους μιλάτε, εκείνοι χτυπάν τα τζαμάκια μόλις ανοίγετε την καγκελόπορτα και τους πείτε "ήρθαμε". Μετά χωρίζετε για λίγο κι η καθεμιά λέει τα δικά της στις δικιές της γωνιές, μόνη με εκείνον που..., μόνη με εκείνη που..., κι όταν τελειώσει η καθεμιά περιμένει τη φωνή της άλλης "τελείωσες; πάμε;", κι έχει ένα δάκρυ στα μάτια, που έμεινε, κι ένα στο μάγουλο, που σκούπισε, κι έχει μια γλυκιά μελαγχολία στο πρόσωπο, μα είναι λίγο πιο ανάλαφρη, κι ας αναστενάζει μια φορά -πάντα είναι δύσκολοι οι αποχαιρετισμοί. Κάθεσαι στο παγκάκι και σε ζωγραφίζουν με πινελιές δυο μάτια, μα δεν σε αποχαιρετούν, "είναι και νύχτα"... αυτή η νύχτα, με το πυρωμένο τσιμέντο, με τους φόβους, με τα όνειρα... Είναι μέρα, ξαπλώνεις στα χόρτα και κοιτάς τον αέρα και τον ήλιο μες στα φύλλα των δέντρων, "μου αρέσει να τραγουδάω και να είμαι μόνη μου", "Ιουλίτα, θα έπρεπε να σου άρεσε ένας άνθρωπος", και θυμώνεις που σε "ξεγύμνωσε" με μια μόνο φράση. Ανεβαίνεις στο ποδήλατο και χάνεσαι, του τραγουδάς του μικρού δυνατά και του λες ότι τον αγαπάς, να μάθει να το ακούει, να μάθει να το λέει, κι εκείνος ντρέπεται που η θεία είναι λίγο "περίεργη φάση" (όμως θα το βάλει σε λέξεις 5 χρόνια μετά, τώρα δεν ξέρει γιατί, αλλά ντρέπεται, ίσως επειδή εκείνη δεν την νοιάζει ποιος την ακούει κι αν φαλτσάρει, τη νοιάζει που είναι μαζί και κάνουν μια βόλτα, και τον αγαπάει, "έλα, εσύ θα με προσέχεις, η θεία είναι μικρή και φοβάται"). Εκεί το βράδυ τα παράθυρα κλείνουν με κομμάτια ύφασμα που πιάνει εκείνη με πινέζες, ίσα που μπαίνει λίγο φως, ίσα για να μη φοβάσαι όσα ξέρεις ότι θα γίνουν στο ίδιο δωμάτιο. Εκεί νιώθεις τη μοναξιά που επιλέγεις να κρατήσεις όσο θες, επειδή ξέρεις ότι όλοι και όλα όσα θες είναι δίπλα σου. Όλα τα άλλα που λένε ότι έχεις, δεν τα θες πραγματικά. Εκεί
είναι η καρδιά σου, εκεί θες πάντα να επιστρέφεις, από εκεί να ξεκινάς, εκεί να θυμάσαι και να ξεχνάς, εκεί να κοιμάσαι και να ξυπνάς, εκεί ο χρόνος να πηγαινοέρχεται όσο θέλει, εκεί δεν σε νοιάζει, γιατί όλα είναι, όλα ΕΙΝΑΙ. Εκεί ζεις, εδώ υπάρχεις, εκεί είσαι, εδώ φαίνεσαι, εκεί χαίρεσαι, εδώ γελάς, εκεί ονειρεύεσαι, εδώ σχεδιάζεις, εκεί είσαι δυνατή, εδώ παλεύεις κάθε μέρα, κάθε στιγμή, με τον χειρότερο εχθρό σου, εσένα, εκεί γεμίζεις, εδώ αναζητάς, εκεί χρειάζεσαι, εδώ θέλεις, εκεί ξέρεις, εδώ αναρωτιέσαι, εκεί όλα έχουν φορτίο, έχουν θύμηση, έχουν βάθος στον χρόνο, έχουν ιστορία, εδώ ο χρόνος λες και δεν κουνιέται, και παρόλα αυτά οι ημερομηνίες σε προδίδουν. Εκεί είναι όλα απλά, μετρημένα, αρκετά, πάρα πολλά για σένα. Νιώθεις τυχερή. Χαμογελάς πλατιά. Μόνο εκεί χαμογελάς έτσι. Μόνο εκεί μπορείς να με δεις.

4 Comments:

Blogger elpinor said...

καθως κυλαει
μια σταγοναιδρωτα,δακρυ,σιροπι κερασι,ζωη,χρονια κι αγαπη,
να εισαι καλα.

1:19 PM  
Blogger Ioulita said...

Προσπαθώ, elpinor, προσπαθώ... Προς το παρόν μόνο τα μολύβια και τα χαρτιά μου με κρατάνε. Και δεν μπορώ να τους πω κι "ευχαριστώ".

2:02 PM  
Blogger ΤΑΣΟΣ said...

Καλό αλλά πολύ.











Ντομάτες??

2:00 PM  
Blogger Ioulita said...

Τάσο, θα μπορούσε να είναι και το αντίθετο. Είμαι από την πλευρά του "δύσκολο, αλλά γίνεται" και όχι του "γίνεται, αλλά δύσκολα".

5:21 PM  

Post a Comment

<< Home