Sunday, February 08, 2009

Μόνη

Είχε κοιμηθεί έναν ύπνο χωρίς όνειρα. Ο ήλιος που έκαιγε έξω την άφηνε παγερά αδιάφορη. Στους δικούς της κήπους περπατούσε μόνη, κλωτσούσε πετραδάκια στο δρόμο της και χάζευε έναν ορίζοντα που είχε μια γραμμή σαν τέλος, λες κι αν έφτανε ποτέ μέχρι εκεί και κοιτούσε κάτω, θα ξεκινούσε σε μια νέα διάσταση, ίσως να ήταν μια άλλη, ίσως η ζωή της να ήταν αλλιώς, ίσως να πέθαινε και να ξαναγεννιόταν, ίσως μόλις να ανέτελε η ζωή της κι ίσως πάλι να μην υπήρχε μετά, να ήταν ένας τρόπος αυτός να αντιληφθεί ότι κανένα μεγάλο μυστικό δεν κρύβει η ζωή, πλην του πεπερασμένου της. Στα παλιά τα χρόνια την έντυναν με καθαρές πυζάμες και την έβαζαν στο κρεβάτι, την σκέπαζαν, της χαϊδευαν τα μαλλιά, της έδιναν ένα φιλί, της έκαναν στο μέτωπο έναν σταυρό, της έλεγαν καληνύχτα και της έσβηναν το φως. Ύστερα έκλεινε η πόρτα. Τον ίδιο σταυρό της ζωγράφιζε εκείνη στον αέρα, όταν ξυπνούσε τρομαγμένη από ένα κακό όνειρο και προσπαθούσε να τη φωνάξει. Τότε μάλλον την καταλάβαιναν καλύτερα, ίσως να ήταν πιο απλή, ίσως να ήταν πιο διάφανη, τώρα δεν φωνάζει κανέναν στον ύπνο, ούτε καν εκείνη, ή είναι που της είπαν πως μεγάλωσε πλέον ή είναι που νιώθει ακόμα πιο μόνη.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home