Monday, February 23, 2009

Ανάλογα...



Η εσάρπα της
Κοίταξε το ρολόι στο κινητό της για τρίτη φορά. Δεν φορούσε ποτέ στο χέρι, κι ας της είχε κάνει δώρο τόσα κατά καιρούς. Ποτέ δεν του είπε ότι δεν της αρέσουν τα ρολόγια, για να μην τον στενοχωρέσει. Ποτέ δεν του είπε ότι δεν της άρεσε να κοιτά την ώρα κι ας ήταν πάντα συνεπής. 9:02. Το έβγαλε από την τσάντα και
το έβαλε στην τσέπη της, για να το νιώθει, αν τυχόν χτυπήσει. Πρώτα όμως βεβαιώθηκε ότι η δόνηση ήταν ενεργοποιημένη. "Γιατί άργησες ρε γαμώτο;", είπε, πιο πολύ στον εαυτό της, παρά σαν μια πρόβα για όταν τον έβλεπε. Ήξερε πως μόλις τον αντίκρυζε να πλησιάζει θα ξεχνούσε και κρύο και βροχή και ώρα και όλα... Όπως την πρώτη φορά. Πάνε ακριβώς 2 χρόνια. Μπήκε να καθίσει, θα τον έβλεπε από το παράθυρο, μόνο μην της θύμωνε που δεν τον περίμενε έξω, λίγα πράγματα τον θύμωναν, μα γι' αυτό σήμερα δεν ήξερε, δεν της έτυχε ποτέ να μπει κάπου μόνη. Έφταναν μαζί, με διαφορά δευτερολέπτων, με μια μικρή βόλτα πρώτα στο τετράγωνο, κι οι δυο τους χωριστά, μέχρι οι δείκτες να μετακινηθούν στην ακριβή ώρα του ραντεβού. Δεν το είχε κανείς από τους δυο ομολογήσει, μα έβαζε και το χέρι στη φωτιά ότι κι εκείνος έκανε ό,τι κι αυτή.
"Μια Paulaner Weiss, παρακαλώ". 'Εβγαλε το κινητό από την τσέπη της, είχε φασαρία, μπορεί και να μην το άκουγε εκεί, το ακούμπησε στο μπαρ, δίπλα στο ποτήρι, για να το βλέπει. Δεν της άρεσε να περιμένει, μα πιο πολύ την ενοχλούσε να την περιμένουν. Καλά που δεν ήταν αυτή η αργοπορημένη. Έκανε κρύο σήμερα. "Που να 'σαι;"... Το ρολόι του μαγαζιού χτύπησε 9 με καθυστέρηση 3 λεπτών. "Σταχτοπούτα", την αποκαλούσε, εξαιτίας της υπερβολικής της τυπικότητας με τον χρόνο και όχι μάλλον χάριν μιας παραμυθένιας φυσιογνωμίας που διέθετε. Από τότε που της το πρωτοείπε, κάθε φορά που άκουγε ρολόι τοίχου να χτυπά, ένιωθε
πως πρέπει να φύγει, πως ήδη είχε αργήσει, φανταζόταν τα ρούχα της να γίνονται κουρέλια, και την ψυχή της χωρίς λόγο να μαραζώνει. Μα το παραμύθι που τη μελαγχολούσε πιο πολύ αλλά και της άρεσε με έναν περίεργο τρόπο ήταν εκείνο της μικρής γοργόνας. Που έχασε τη φωνή της για να σώσει τον καλό της και δεν μπορούσε να του πει ούτε ότι εκείνη τον έσωσε ούτε ότι τον αγαπά. Πάντα αναρωτιόταν μικρή "γιατί δεν του το δείχνει με έναν άλλον τρόπο; Κι αυτός γιατί δεν καταλαβαίνει; Γιατί δεν βλέπει;". Μετά κατάλαβε ότι έτσι συμβαίνει και με την ευτυχία. Είναι πολλές φορές μπροστά μας κι εμείς κλείνουμε επιδεικτικά τα μάτια. Μας φωνάζει "εδώ είμαι, μπροστά σου, άπλωσε το χέρι και θα με κάνεις δική σου" κι εμείς στήνουμε εμπόδια, τον καιρό, την απόσταση, μια κουβέντα παραπάνω, ένα βλέμμα, την κούραση, τη δουλειά, τον χρόνο... Δικαιολογίες, κατασκευάσματα του νου... Ήπιε την πρώτη μεγάλη γουλιά, που πάντα απολάμβανε ανεξαρτήτως συνθηκών. Τριγύρω λαμπερά ποτήρια να κρέμονται, καπνός, παρέες στα τραπέζια, άλλοι γελαστοί, άλλοι στο μέσον μιας σοβαρής κουβέντας, μπουκωμένα στόματα, βλέμματα αδιάφορα, ματιές ηδονικές, κόκκινα κρασιά, μυρωδιές από μανιτάρια και ζυμαρικά, κορίτσια με ποδιές και άσπρα πουκάμισα, ερχόταν συχνά εδώ αλλά ποτέ δεν της μίλησαν σαν να την ξέρουν, ίσως και γι'αυτό να το επέλεγε ακόμα, της άρεσε να νιώθει οικεία μα και άγνωστη μαζί, κάποιες φορές. Αυτές τις φορές ερχόταν πάντα εδώ. "Τι θα πάρετε;" και ποτέ "το γνωστό;".
Ακριβώς δίπλα της ένας νεαρός, πάνω κάτω στα χρόνια της, πώς δεν τον είδε τόσην ώρα; Έπινε μπύρα και κάπνιζε. Κοίταξε ξανά το ρολόι. 9:07. Έστριψε το κορμί της για να κάτσει πιο ίσια στο μπαρ και έριξε κάτω τα πράγματά της, τα ριγμένα στην πλάτη της καρέκλας. "Κυρία, η εσάρπα σας", έκανε να την πιάσει εκείνος. Από πότε έγινε κυρία και από πότε φορούσε εσάρπα;


Το κασκόλ της
Μπήκε βιαστική και κατευθύνθηκε στο καμαρίνι (ο Θεός να το κάνει!), αφού πρώτα είπε μια βιαστική αλλά διόλου τυπική καλησπέρα στον περιπτερά απ' έξω. Κάτι πήγε να της πει, νόμισε, αλλά έτρεξε να προλάβει να ετοιμαστεί και δεν στάθηκε ούτε λεπτό. Είχαν παγώσει τα χέρια της. Πώς θα ήθελε να έμενε κουκουλωμένη στο σπίτι σήμερα... Η δουλειά της ήταν να κάνει τους άλλους να γελάνε, να δίνει χαρά. Κάθε μέρα καθόταν μπροστά στον καθρέφτη, κι αφού έριχνε μια πότε βιαστική πότε στοχαστική ματιά στα σημάδια του χρόνου στο πρόσωπό της, ξεκινούσε να βάφεται. Πρώτα έβαφε τα μάτια μ' ένα δάκρυ και μετά ζωγράφιζε ένα
τεράστιο χαμόγελο, να κρύβει καλά τη θλίψη μέσα της. Όταν τελείωνε η παράσταση έβγαζε τα ψεύτικα συναισθήματα μ' ένα βαμβάκι. Τόσο απλά. Φορούσε τότε το δικό της ντροπαλό, παιδικό χαμόγελο, έσκαβε τα μάτια της να βρει μια λάμψη που είχε χάσει από καιρό, να βρει ένα νόημα, να βρει τη δύναμη να σηκωθεί και να σχεδιάσει κάτι, να κλείσει πίσω της την πόρτα και να έχει έναν προορισμό. Τίποτα. Οι θεωρίες έλεγαν ότι εμείς δημιουργούμε την ευτυχία μας. Κάτι θα έκανε λάθος και πάλι, δεν μπορεί. Η συνταγή της ευτυχίας ήταν αυτή, μα ποιες ήταν οι οδηγίες εκτέλεσης; Η δική της ευτυχία ήταν μόνο μικρές σε διάρκεια στιγμές, τσιγκούνικα δοσμένες ή κλεμμένες. Το χαμόγελο στο στόμα και το δάκρυ κάτω από τα μάτια ήταν τα μόνα που ένιωθε πως μπορούσε να ελέγχει στη ζωή της, και τα δυο ζωγραφισμένα και
μετά σβησμένα. Καμμιά φορά θυμόταν τη μητέρα της καθώς άπλωνε το υγρό μεϊκ απ με ένα πινελάκι το πρωί πριν τη δουλειά, λίγο χρώμα στα μάγουλα, ένα κατακόκκινο κραγιόν που έστρωνε μεθοδικά με μια κίνηση των χειλιών προς τα μέσα, πριν την αγκαλιάσει για να φύγει (ή μήπως δεν την αγκάλιαζε;)."Μαμά, γερνάω", της ξέφυγε ψυθιριστά, αλλά το επανέλαβε δυνατά και στακάτα, να ακούσει τον ήχο του.Έκανε μια περίεργη αντανάκλαση στον καθρέφτη, αλλιώτικη από εκείνη που θα έκανε στον τοίχο, της φάνηκε ότι είδε τον ήχο να χτυπά στη σκόνη και το φως του γυαλιού και να επιστρέφει στο πρόσωπό της σαν σφαλιάρα. Να 'χε φάει μια δυο σφαλιάρες στη ζωή της που θυμόταν, αλλά αυτή ήταν η πιο ύπουλη. Σιγοψιθύρισε τη συνέχεια του τραγουδιού..."και τρέμω να 'μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς, ωραία, νέα και ατυχής".... Ούτε ωραία, ούτε νέα, ούτε ατυχής ένιωθε, αλλά μόνη, απέραντα μόνη, αφάνταστα μόνη, απαράδεκτα μόνη, εξοντωτικά μόνη, ανέλπιδα μόνη. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Ξεχάστηκε πάλι με τις σκέψεις και θα άργησε, αλλά όταν κοίταξε το ρολοϊ μες από τον ίδιο καθρέφτη είδε πως δεν είχαν περάσει παρά λίγα δευτερόλεπτα. Αναρωτήθηκε αν ισχύει αυτό που λένε πως, όταν κινδυνεύεις, βλέπεις τη ζωή σου σαν σε ταινία να ξετυλίγεται ξανά μπροστά σου. Ενδιαφέρον, προκλητικά ενδιαφέρον, σκέφτηκε. Κι αν όμως δεν ήταν έτσι; Αν έφευγε έτσι απλά, χωρίς εικόνες και μνήμες; Ούτε "κρίμα" δεν θα προλάβαινε να πει, αν
μετάνοιωνε... Θα το έλεγαν οι άλλοι, γέλασε αυτοσαρκαστικά. Τι κάθεται και σκέφτεται
βραδιάτικα, κι είναι κόσμος εκεί έξω που πρέπει να διασκεδάσει, είναι όλοι αυτοί που περιμένουν το χαμόγελό της, τις αδέξιες κινήσεις της σε σχοινιά και σκάλες, τα στραβοπατήματά της μες στα μεγάλα παπούτσια, τις πτώσεις της, "κοίτα, κοίτα, ένας
κλόουν, δες τι μεγάλη μύτη", "και γιατί κλαίει μαμά;", "δεν κλαίει", "μα αφού έχει ένα δάκρυ στο μάγουλό του" (κι η ίδια η μαμά ποτέ δεν το κατάλαβε γιατί ένα δάκρυ στο μάγουλο, μα δεν θα το ρωτούσε πια, τόσο δεδομένο της φαινόταν, ούτε θυμόταν αν το σκέφτηκε ποτέ ή αν το ρώτησε κι εκείνη κάποτε, τώρα μπορεί και να καταλάβαινε, μα δεν θα το εξηγούσε, ήταν νωρίς ακόμα για τέτοιες απαντήσεις, κι ήταν τόσο μικρό το σπλάχνο της ...). "Γιατί όλοι οι κλόουν έχουν ένα δάκρυ στο μάγουλο". period. "Κοίτα τώρα και μετά θα πάμε στα Goody's". Άκουσε ένα χτύπημα διστακτικό στην πόρτα. Το παιδί από το περίπτερο, ο... ("πώς τον λένε;") ... "Κοπελιά, το κασκόλ σου".

0 Comments:

Post a Comment

<< Home