Ξεγνοιασιά...
Δεν είναι κι από τα καλύτερά μου καλοκαίρια... Λείπει η ξεγνοιασιά, που λέει και ένας φίλος...
Δεν είναι κι από τα καλύτερά μου καλοκαίρια... Λείπει η ξεγνοιασιά, που λέει και ένας φίλος...
Είναι κι αυτό το κοκαλάκι για τα μαλλιά, πρέπει να το 'χω από 12 χρονών, μάλλον κρύφτηκε καλά σε κάποιο κουτί κι επέζησε πολλών μετακομίσεων, γιατί εμφανίστηκε προχτές μπροστά μου, ροζ ξεθωριασμένο, με τη Στρουμφίτα κολλημένη πάνω του να κρατά κάτι μπαλόνια και να χαμογελά ούτε γυναικεία, θα το 'λεγες, ούτε πονηρά (πόσο γυναικεία ή πονηρά μπορεί να χαμογελάσει η Στρουμφίτα;). "Φτάνουμε μπαρμπα-Στρουμφ;", ρωτάω όταν πονάνε τα πόδια μου από το περπάτημα ή έχω κουραστεί ή πεινάω ή θέλω απλά να ξαπλώσουμε και να σ' αγκαλιάσω το συντομότερο δυνατό. Είναι μικρές σου φράσεις ή κινήσεις, που ίσως και να μην προσέχεις, αυτές που μου 'ρχονται στο μυαλό. Είναι μικρές ή μεγαλύτερες σε διάρκεια στιγμές. Δεν ξέρω πού και πώς να τις βάλω για να μην τις χάσω. Υποθέτω όμως πως, κι αυτές, κάπου θα είναι πάντα, και πως θα εμφανιστούν μπροστά μου, σαν το κοκαλάκι με τη Στρουμφίτα, εκεί που δεν τις περιμένω, καθώς σηκώνω το κεφάλι και κλείνω τα μάτια στην πρώτη γουλιά μιας μπύρας, στο ξύπνημα από ένα όνειρο, ενώ περιμένω να βράσει το νερό για να ρίξω τα μακαρόνια, καθώς μαζεύω την τιράντα από το φόρεμά μου, ενώ σκουπίζω μια σταγόνα ιδρώτα από το μέτωπό μου, ενώ κοιτώ τον εαυτό μου γυμνό στον καθρέφτη να φορά και να μυρίζει την μπλούζα σου. Αυτό που με παρηγορεί είναι ότι η θύμηση καμιάς στιγμής δεν μοιάζει να είναι τόσο πολύτιμη όσο η ίδια η στιγμή.
Η μέρα γιορτινή, καλεί, αν μη τι άλλο, για λίγους στίχους
(Γ. Ρίτσου, Πρωινό Άστρο)
Είσαι μικρή, φοράς ροζ σορτσάκι, τα μαλλιά σου κομμένα κοντά και ατίθασα, τα καλοκαίρια σου μυρίζουν φλόκες, μαντζούνια και μέντες, σε λαδόκολλα φτιαγμένη χωνί, τα πόδια σου είναι ψηλά, αναρωτιέσαι γιατί δεν σ'αφήνουν να βγάλεις κι εσύ τη μπλούζα σου όπως κάνουν τα αγόρια, δεν θυμάσαι να αγαπάς κανέναν ακόμα, ονειρεύεσαι να γίνεις κάποια που ταξιδεύει πολύ, σου λείπουν δυο δόντια, μα δεν διστάζεις να χαμογελάς, έχεις πλήρη άγνοια του μέλλοντος, δεν ξέρεις τι είναι, αν είναι σαν το κρυφτό, δεν ξέρεις να κρυφτείς καλά, χτυπά η καρδιά σου μην σε δουν, μα ξέρεις να τρέχεις γρήγορα για να προφτάσεις, ακόμα κι αν χρειαστεί να λαχανιάσεις ή να χτυπήσεις πέφτοντας, ο ήλιος δεν σου καίει τα μάτια, η ζέστη είναι για να τρώμε παγωτό και ροδάκινα και για να πίνουμε πορτοκαλάδα, είναι νύχτα και σε φωνάζουν, μα δεν ακούς, το όνομά σου δεν είναι αυτό, το όνομά σου είναι άνεμος, το όνομά σου είναι αγρίμι, το όνομά σου στέκει μόνο του σε φωτογραφίες και σκαρφαλώνει βράχια, το όνομά σου το ξέρουν λίγοι, αλλά το προφέρουν τόσο γλυκά..., είναι πρωί και δεν νυστάζεις, είναι ένα καινούριο πρωί, τα μεσημέρια ακούγονται μόνο οι δείκτες του ρολογιού και τα τζιτζίκια κι ένας μανάβης που φωνάζει καρπούζια, σε προστατεύουν από τον θάνατο με όποιον τρόπο μπορούν, σου βάζουν ιώδιο στις πληγές και μυρίζει δάκρυ και βαμβάκι και υπόγειο δροσερό, κι έχεις περισσότερες πληγές στα πόδια και τα χέρια και λιγότερες στην ψυχή, κλαις για τις πρώτες κι όχι για τις δεύτερες, κάθεσαι σε ψάθινη καρέκλα και σου λένε ότι είσαι το πιο όμορφο κορίτσι και τους πιστεύεις, αλητάκο, τους πιστεύεις, κοκκινίζεις και χαμογελάς, δεν ξέρεις να απαντάς σε τέτοια, παίρνεις τις καραμέλες και φεύγεις τρέχοντας, τρως κεράσια από τα δέντρα, όσα φτάνεις με το χέρι, βουτάς τα πόδια στις βρύσες και χορεύεις, τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις, όλο τρέχεις, αν μπορούσες, θα διάλεγες να πετάς...
Θα εμφανιστεί από το πουθενά,
Θα σε χτυπήσω πολύ, στο λέω. Θα ματώσεις. Θα σε καταστρέφω κάθε φορά από την αρχή, με το ίδιο πάθος και ένταση. Θα σε διαλύω στα εξ ων συνετέθης. Αυτή είναι η κατάρα μου. Αυτή είναι η τιμωρία σου. Θα ξαναφτιάχνεσαι κάθε φορά από την αρχή μόνο και μόνο για να σε ξανακαταστρέφω. Αυτό ξέρω μόνο πολύ καλά. Δεν έμαθα να χτίζω. Με ζάλιζαν οι οδηγίες, το νήμα της στάθμης, οι ποσότητες, οι ισορροπίες, οι δοσολογίες, τα μέτρα και τα μετρήματα. Δεν τα κατάφερνα με τα βήματα προς τους στόχους. Δεν άντεχα ποτέ να περιμένω, ούτε να διορθώνω. Δεν ήξερα να χτίζω τοίχους. Ήξερα από γεννησιμιού μου όμως να τους γκρεμίζω, να χτυπάω τα χέρια πάνω τους, να ουρλιάζω, να κλαίω, να πληγώνομαι, ίσως γιατί με έμαθαν να είμαι πολύ προσεκτική, να μην υποπίπτω σε σφάλματα, να είμαι πάντα καθαρή, να είμαι τυπική και συνεπής, να μην φωνάζω, να μην κλαίω, να μην λερώνω τα ρούχα μου στην άμμο, να μην τρώω το αυγό μου πριν την ανάσταση, να μην φέρνω αντίρρηση, να είμαι ευγενική, να μην κάνω ζημιές. Όλο λάθη, λάθος σκέψη, λάθος πρόθεση, λάθος πράξη, λάθος τα λάθη μου. Είπα τα λάθη μου να τα λατρέψω, μα "δεν πας έτσι πίσω. Λάθος τρόπο διάλεξες να αυτοκαταστραφείς". Κι έτσι το γκρέμισμα ξεκινούσε από μέσα μου. Πρώτη επίθεση σε μένα. Στα λάθη μου και τα σωστά μου. Μετά στη σάρκα και τα οστά μου. Μετά σε ο,τι με περιέβαλλε, ρούχο ή αγάπη. Θα με καταστρέψω μέσα μου και μετά θα με καταστρέψω μέσα σου. Να με φοβάσαι.
Λυπάται πολύ, λέει.