Thursday, January 08, 2009

Στον Μπίλλυ.

Δούλευε ηλεκτρολόγος σε οικοδομές, τον φώναζαν στις 10 το βράδυ στο γήπεδο, να είναι σε επιφυλακή μην τυχόν πέσει το ρεύμα και εξαγριωθούν οι οπαδοί (με τόσο κόπο είχε καταφέρει η ομάδα να ανεβεί στην Α΄Εθνική, αυτό τους έλειπε τώρα!), στόλιζε με λαμπάκια χριστουγεννιάτικα και «καλή χρονιά» κολώνες, μέχρι και στο απομακρυσμένο χωριό της γιαγιάς του τον ειδοποίησαν να πάει, όταν σκοτείνιασε ο κεντρικός δρόμος από βλάβη (κάποτε αυτό δεν θα ενοχλούσε κανέναν, τώρα ο κόσμος θέλει πολύ φως για να νομίζει ότι βλέπει). Ποτέ δεν έδειχνε κουρασμένος και ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι κουράστηκε, ποτέ δεν πίεσε για τα ένσημα, έκανε υπομονή λίγο καιρό μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάσταση, αρκεί που τα λεφτά ήταν στην ώρα τους. Δεν θύμωνε συχνά, αλλά ήξερε πώς θυμώνουν και είμαι σίγουρη ότι μπορούσε κιόλας να το κάνει. Συνήθως χαμογελούσε, ένα χαμόγελο σίγουρο, πιο σπάνια γελούσε δυνατά, όχι ότι ήταν θλιμμένος (το αντίθετο), ήταν σαν να δίσταζε, σαν να μην ήθελε να τραβήξει την προσοχή, αν ήταν μαθηματικός όρος θα ήταν ο μέσος όρος, αν ήταν όρος της φυσικής θα ήταν μια σταθερά. Δεν μιλούσε πολύ, αν και είχε μια ωραία φωνή, που πάντα μπέρδευες στο τηλέφωνο με εκείνη ενός παλιού έρωτά σου. Σου έλεγε τρυφερά «τι κάνεις κούκλα;» και θα του άρεσε αν τα μαλλιά σου ήταν κοντό καρέ. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ήταν ευχαριστημένος με όσα είχε, όχι ότι δεν είχε σχέδια, όχι ότι δεν κοιτούσε το μέλλον, απλά δεν έκανε και σπουδαία όνειρα, ίσως και να μην ήξερε πώς είναι αυτά. Έπινε το ίδιο ποτό, βότκα σκέτη, χωρίς πάγους και χυμούς, ένα ποτήρι καθαρό, με μετρημένη την ποσότητα. Δεν τον είδες ποτέ να μεθάει, ποτέ! Κι είσαι σίγουρη ότι έβγαινε, ότι περνούσε καλά, ότι διασκέδαζε, όχι ότι κάνατε και παρέα, δεν είχες πολλά να πεις μαζί του, ποτέ δεν τον πήρες τηλέφωνο, παρά για να του ευχηθείς για τη γιορτή του, όχι ότι δεν τον νοιαζόσουν, ίσα ίσα, τον θαύμαζες. Δεν ήξερε ξένες γλώσσες, με τη βία τελείωσε το σχολείο, δεν ταξίδεψε μακριά, ανέβηκε βέβαια σε καράβι, την πρώτη φορά με το παλιό, μεταχειρισμένο αυτοκίνητό του, τη δεύτερη με το καινούριο, δυνατό, σταθερό, στιβαρό, που χαιρόσουν να το τρέχεις. Όταν στο πρωτόδειξε, αναρωτήθηκες ποια κοπέλα δεν θα γούσταρε να κάθεται συνοδηγός ή ποια κοπέλα δεν θα τον πρόσεχε μέσα σε αυτό, δεν ήταν άσχημο παιδί, απλά διστακτικό, δεν θα του πήγαινε να κάνει μπαντιές αν και το σήκωνε το αμάξι, ποτέ δεν θα του έδινες σημασία, ήταν ένας από όλους εκείνους τους τύπους που δεν θα έγραφε κανείς γι’αυτόν, παρά για να υμνήσει το «απαρατήρητος». Μια μέρα που περνούσε με το αμάξι την συνάντησε. Του είχαν πει γι’ αυτήν, ήσυχη κοπέλα, της είχαν μιλήσει γι’ αυτόν, καλό παιδί και τέτοια. Καλοκαίρι ήταν, είχε ανοιχτό το παράθυρο, άνοιξε και το στόμα να της πει ένα γεια κι ας μην την ήξερε, δίστασε στο τέλος, την προσπέρασε, μετά το μετάνιωσε. Προχτές την ξανασυνάντησε, όμορφη κοπέλα, του ‘φαγαν και τα αυτιά, να τη γνωρίσεις, όχι πως δεν ήθελε, εκείνη έβγαινε από ένα κομμωτήριο, εκείνος περνούσε πάλι απ’ έξω τυχαία, χειμώνας, άνοιξε το παράθυρο και μαζί με τον κρύο αέρα του ήρθε το άρωμά της και τον αγκάλιασε. Κάτι ζεστό του χαϊδεψε την καρδιά κι άρχισε να χτυπά δυνατά, φοβήθηκε πως θα φαινόταν πάνω από τη φόρμα της δουλειάς, ακόμα και πάνω από το μπουφάν, ευτυχώς δεν του έσβησε το αμάξι, στα κλάσματα του δευτερολέπτου μέχρι να της πει «να σε πάω σπίτι;» σκέφτηκε τους δυο τους να γελάνε, να τρέχουνε σε δρόμους, να φιλιούνται, να ερωτεύονται…

0 Comments:

Post a Comment

<< Home