Friday, March 19, 2010

Light my fire

Πατάω τον διακόπτη ν' ανάψει το φως, κάτι κάνω λάθος, κάηκε η λάμπα μήπως;, πρέπει οπωσδήποτε να ανάψει η αναθεματισμένη η λάμπα, ακόμα φοβάμαι το σκοτάδι, όχι όλα τα είδη του, μόνο εκείνο που αναμένεις να χαθεί γρήγορα για να δεις πού βρίσκεσαι κι αυτό επιμένει να σε σφίγγει, τόσο που νιώθεις την ανάσα σου να κόβεται, πατάς ξανά τον διακόπτη πάνω-κάτω, γρήγορα, ψάξε αριστερά για τον άλλο διακόπτη, τα χειρότερά σου όνειρα έρχονται όλα εκείνα τα δευτερόλεπτα που σέρνεις χέρια και δάκτυλα πάνω στον κρύο τοίχο, τα πόδια κολλημμένα κάτω, αν κάνεις ένα βήμα πίσω θα σε αρπάξει ένα χέρι, θα σου κλείσει το στόμα, θα σε τραβήξει κάπου, θα δεις μια μορφή με επικίνδυνα μάτια σαν τον λύκο του παραμυθιού. Ακόμα φοβάσαι κάποια "πρόσωπα" του σκότους. Σήμερα ήθελες να μπεις στο δωμάτιο, να έχουν ανάψει όλες τις λάμπες, να τις έχουν όμως πρώτα αλλάξει, να βγάζουν το πιο δυνατό τους φως, κόσμος να 'ναι γύρω και να γελάει, να πίνει, να φωνάζει, κι ας καπνίζει, να 'ναι όλα λαμπερά, να 'μαστε όλοι μαζί. Να μην με ρωτήσεις τίποτα. Να μην ανησυχήσεις για τίποτα. Ούτε εσύ ούτε κανείς. Να μην με κοιτάξεις με ΄κείνο το ύφος της στέρησης, της θλίψης, του οίκτου, της απορίας. Μόνο να με βλέπεις και να γελάς, να με καμαρώνεις που σου μοιάζω στα καλά σου, να με τραβάς μακριά να μην σου μοιάσω στα στραβά σου. Σήμερα ήθελα να είμαι το επίκεντρό σου, να μιλάς για μένα και να νιώθω τυχερή. Για πολλά περισσότερα απ' όσα μου 'δωσες ή κέρδισα ή μου 'τυχαν. Να ανάψεις το δικό μου φως και να λάμψεις μέσα του. Σήμερα δεν ήθελα να 'μαι μόνη. Ούτε είχα ανάγκη πάλι να μου πεις τι να κάνω. Δεν με ρώτησες ποτέ γιατί είμαι ευτυχισμένη. Μόνο για το αντίθετο με ρωτάς. Δεν ξέρω πώς να σου το πω. Ήθελα φως σήμερα.

Sunday, March 14, 2010

Enough.

Σε είδα χτες στον ύπνο μου. Είχες καιρό να 'ρθεις, τώρα θα αρχίσεις κι εσύ να με ταλαιπωρείς με άσκοπα όνειρα ανεκπλήρωτων πόθων που έχω σχεδόν πια ξεχάσει. Κάτι ήταν γραμμένο από σένα στο πάνω μέρος μιας παλάμης ενός ξένου, που γνώρισα τυχαία περνώντας, κι ήταν άλλο ένα σημάδι -τι πρωτότυπο για όνειρο!- ότι μου είχες στείλει εσύ ένα μήνυμα από το πουθενά (γιατί εκεί βρίσκεσαι) κι αναρωτιόσουν τι κάνω και πόσο σου λείπω και πού χάθηκα. Αν κάτι παρήγορο βρήκα σε όλο αυτό, ήταν ότι τα όνειρά μου ξέρουν να φέρνουν κοντά κάτι που (νομίζω πως) χρειάζομαι ή με χρειάζεται χωρίς να το ξέρω, κι εκείνη η χαρά που είδα στα μάτια σου όταν σου έκανα άλλη μια -αναμενόμενη πλέον για μένα, καθώς καλά σχεδιασμένη για να είναι αυτό που ήταν για σένα: έκπληξη. Με συγκινεί αυτή η αυθόρμητη εκδήλωση χαράς στα μάτια ενός ατόμου που εκπλήσσεται ευχάριστα. Την πιστεύω πολύ. Μην τρομάξεις, μα τώρα τελευταία έφτασα να πιστεύω και σ' άλλα πράγματα, π.χ. στην αγάπη, στην πίστη και σε κάτι θείο, θείο χωρίς κεφαλαία, σε μια δύναμη που υπάρχει σε πράγματα που δεν τη δείχνουν ή δεν την ήξερες ή δεν την έβλεπες. Την είδα αυτή τη χαρά στα μάτια σου, για τόσο λίγο κράτησε, μέχρι να σηκωθείς από την καρέκλα σου και να με αποζητήσεις. Κάτι υπήρχε σε όλο αυτό. Κάτι υπάρχει ακόμα. Παραπάνω δεν ξέρω να σου πω. Τα 'χω σβήσει αυτά. Ίσως γι' αυτό ασυνείδητα γράφω σχεδόν πάντα με μολύβι. Για-να-μπορώ-να-..., άσχετα αν δεν το κάνω. Πονάει λιγότερο έτσι. Μου πάει. Κάνει κι έναν πιο γλυκό θόρυβο. Όχι πως δεν έχω απολαύσει βίαιες χαρακιές με στυλό πάνω σε μπλε γραφόμενα... Για να τα βλέπω, για να είναι πάντα εκεί. Μαζί κι οι χαρακιές τους, έστω χωρίς κόκκινο, ζωντανό αίμα. Αυτό το υποθέτει εύκολα κανείς. Το μολύβι δεν προδίδεται εύκολα. Μετά έψαξα να σου στείλω ένα γράμμα, δεν θυμάμαι και πολλά. Θυμάμαι μόνο πως όλα ήταν για σένα. Δεν μου άρεσε. Και κοιμήθηκα στο όνειρο. Hush-a-bye. Don't you cry. Go to sleep you little baby. Στο, τελοσπάντων, μη-όνειρο, ξύπνησα. Αρκετά.