Φτάσαμε...
Ζήτησε από τον ταξιτζή να τη σταματήσει στην είσοδο, να αγοράσει λίγα λουλούδια κι ένα κεράκι, μάλλον για εκείνον. "Πέντε λεπτά θα κάνω, ούτε πέντε, δύο, δεν θα αργήσω". Την έμαθαν από μικρή να μην καθυστερεί, να μην αλλάζει πλάνα, να είναι τυπική, ακριβής και ευγενική. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος σε αυτήν την ηλικία. Στον δρόμο μιλούσε μόνη της για τον καιρό, για την κίνηση, για το κρύο που δεν έρχεται... κουβέντα για όσους έχασε. Αυτό το άφησε για μετά, να κλάψει με την ησυχία της, να βγάλει το μαντιλάκι από την τσέπη, να ξεσφίξει το μαντίλι να το ακουμπήσει στους ώμους, να του πει για τα παιδιά που δεν την αγκαλιάζουν πια, προσπαθεί να τα φιλήσει και σφίγγουν το κορμί σαν σε ξένο, για το σπίτι που άδειασε χωρίς εκείνον, για το φαγητό που είναι πολύ για ένα άτομο, για τα πόδια της που πονάνε, γέρασε... κι ύστερα να σφίξει ξανά το μαντίλι και να πάρει το δρόμο της επιστροφής. "Στρίψε εδώ αγόρι μου, αριστερά και μετά ευθεία, προχώρα ίσια, δεξιά τώρα, ίσια πάλι, αριστερά, φτάσαμε. Δεν μπορώ να περπατήσω, συγγνώμη που σε καθυστέρησα κοπέλα μου, καλές γιορτές". Είχε βγει ένας δυνατός ήλιος, απέραντη ησυχία και θέα, χώρος ανάπαυσης και ανάτασης, κανείς δεν μιλάει, όλοι περπατάνε βουβοί, τα σώματά τους με τον ήλιο από πίσω φαίνονται σαν μαυροφορεμένων αγγέλων .
0 Comments:
Post a Comment
<< Home