Δεν τη ρώτησα πως την λένε, παρότι εκείνη το έκανε.
Δεν είναι μοιραίος μόνο ο έρωτας, ή ο θάνατος.
Είναι κι εκείνες οι συναντήσεις, που λες και τις ζωγραφίζει ένα χέρι.
Τώρα θα σταματήσεις εκεί, τώρα θα πιάσει βροχή, και τώρα θα έρθει εκείνη, με τα γαλάζια μάτια και το χαμόγελο στα χείλη, και θα σταθεί δίπλα σου.
Εκείνη που μοιάζει στη γιαγιά όλων.
Μα πιο πολύ σε ‘κείνες τις μικροκαμωμένες γιαγιάδες, που θες να τις αγκαλιάσεις και φοβάσαι μην σπάσουν μες στα χέρια σου.
Τις θυμάμαι όλες, εκείνες που γνώρισα κι αυτές που έρχονται και με βρίσκουν, κι ευχαριστούν Εκείνη που τις έστειλε σε μένα, χωρίς να ξέρουν πως ήταν αυτές η δική μου, βαθειά ευχή, που δεν είχε πρόσωπο, ούτε όνομα, μόνο απόγνωση.
Και τους τσαμπουνάς φιλοσοφίες, που ξέρεις δεν βγάζουν νόημα, και δεν σε κοιτούν περίεργα. Γιατί ξέρουν. Γιατί καταλαβαίνουν. Γιατί και να μην μιλούσες, θα ήξεραν. Γιατί γνωρίζουν πόσο έχεις ανάγκη να ψελίσεις ο,τι δεν μπαίνει σε λόγια. Γιατί είναι από άλλο κόσμο και σε κοιτούν στα μάτια, κι ανοίγουν τα αυτιά. Κι ας βρέχει. Δεν έχουν να παν κάπου καλύτερα. Εσύ είσαι το καλύτερά τους.
Δεν σταματάς ποτέ να με εκπλήσσεις.
Ειδικά όταν, από τότε που με άφησε μόνη, σε κατέστησε υπεύθυνη για μένα.
Θα σε αφήσω, να με οδηγήσεις όπου δεν πίστεψα ποτέ ότι υπάρχει δρόμος.