Wednesday, October 13, 2010

Comic

Σε έχω τοποθετήσει/αρχειοθετήσει σε ένα directory με τον διακριτικό τίτλο far. Θα μπορούσα να έχω δημιουργήσει και δύο υπο-directories, επονομαζόμενα το ένα a bit farther και το άλλο too-far, αν δεν φοβόμουν ότι αυτή η κλιμάκωση κάποια στιγμή θα σε οδηγούσε στο φεγγάρι, να μου στέλνεις φιλιά και χαιρετίσματα με αργές κινήσεις μέσα από μια μάσκα πανάρχαια, σαν εκείνη των παλιών δυτών. Διασωληνωμένος με το αστρόπλοιό σου με εκείνο το μακρύ καλώδιο που μοιάζει με ομφάλιο λώρο, θα έβλεπες τη γη από ψηλά, κι ίσως, ίσως λέω, τότε να ήταν κι η στιγμή που θα επέτρεπες στον εαυτό σου να ξαναγεννηθεί, αποκόπτοντας την παροχή οξυγόνου, μπας κι ανασάνεις για μια φορά ελεύθερα.

Wednesday, October 06, 2010

Η σταχτοπούτα έφευγε πάντα τα μεσάνυχτα...

Ή, κάποιες φορές που θα τυχαίνει να κοιτώ το ρολόι αργά το βράδυ, η ώρα θα είναι 00:00, ή, κάποιες φορές που η ώρα πάει 00:00, θα τυχαίνει να κοιτώ το ρολόι. Είναι εκείνη τη στιγμή που ο χρόνος μηδενίζει και μοιάζει κενός. Εκείνη τη μικρή στιγμή που νομίζω πως μπορώ να ξεκινήσω από την αρχή πατώντας restart ή, πιο συχνά, να κλείσω τα μάτια και να χαθώ στο πουθενά ενός χρόνου που μοιάζει ανύπαρκτος και σπάνιος. Νιώθω τυχερή, θέλω να πω, όταν σηκώνω το βλέμμα και αντικρίζω τα τέσσερα μηδενικά παραταγμένα σε σειρά, λες και το 'καναν μόνο για μένα. Και πάντα, μα πάντα, θυμάμαι εκείνη, όπως την έχω δει σε εικόνες παραμυθιών, με το φουσκωτό της φόρεμα και το ένα γοβάκι, να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια τρέχοντας, προτού γίνει το κοριτσάκι με τα σκονισμένα πόδια και τα σκισμένα ρούχα, που καθαρίζει το τζάκι νωρίς το πρωί από τις στάχτες και μαγειρεύει φτωχικές φακές σε μεγάλο τσουκάλι που κρέμεται πάνω από τη φωτιά. Αν τύχει να σηκωθείς νωρίς το πρωί του χειμώνα (μην ξεχάσεις πως υπάρχει και αυτή η εποχή) και πας δίπλα σε σόμπα ή στο τζάκι, θα νιώσεις ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να μπαίνει από ένα παράθυρο ή την καμινάδα. Δίπλα και γύρω όλοι θα κοιμούνται. Θα αρπάξεις από κάπου μια κουβέρτα, ο ουρανός θα είναι συννεφιασμένος και μουντός, μια καμπάνα θα χτυπήσει, θα πεις πως μάλλον ειναι 7:00, η ώρα λίγο προτού αρχίσουν οι θόρυβοι από ντουλάπια, βρύσες και παντόφλες, η ώρα προτού ανοίξει η πόρτα που οδηγεί στην αυλή με τα ξύλα, η ώρα προτού κάποιος παραγγείλει καφέ ή άλλος ρωτήσει τι θα φάμε σήμερα, η ώρα που θα σε βρει να κοιτάς τη στάχτη και τα κάρβουνα κι ένα μισοκαμένο ξύλο που, αν ήσουν εκεί δίπλα, θα το είχες σπρώξει πιο μέσα να καεί το βράδυ, αν ήσουν εκεί δίπλα, κι αν, κι άλλα αν. Εκείνη είπε πως οι άνθρωποι αλλάζουν και χωρίζουν και απομακρύνονται σαν κλαδιά ενός δέντρου, και όλη η υπόθεση είναι πόσο θα προσπαθήσουν να πλησιάσουν το ένα το άλλο, για να γεφυρώσουν την απόσταση. Εκείνος είπε τότε πως ίσως η πρόθεση να είναι πιο σημαντική από την ίδια την πράξη. Κι η σταχτοπούτα σκάλισε τα σβησμένα κάρβουνα, κι εσύ πέταξες από πάνω σου ό,τι σε ζέσταινε, για να της μοιάσεις στη μοναξιά και στο κρύο.