WC
Δύσκολο να αφήσει τη μοναξιά του. Τον ήξερε και την ήξερε καλύτερα απ' τον καθένα. Καλύτερα κι από το χαλασμένο δόντι που η γλώσσα πήγαινε συνέχεια εκεί.
Δεν είχε μάθει να κλείνει την πόρτα στο μπάνιο, να ρεύεται προσεκτικά, να ανοίγει παράθυρα να φύγουν δυσάρεστες οσμές. Ήταν όλα δικά του, κι η γύμνια του, κι η βρωμιά του κι οι θόρυβοί του. Είχε τον έλεγχο του πόσο χαμηλά ή ψηλά θα ήταν το παντζούρι, ήθελε το παράθυρο ανοιχτό έτσι, την κουρτίνα τραβηγμένη αλλιώς, το μαξιλάρι έτσι, τις εφημερίδες πεταμένες για τόσο και μετά ζυγισμένες-στοιχημένες έτσι, τη μουσική να ανοίγει και να κλείνει και να δυναμώνει και να χαμηλώνει κατά τη δική του βούληση, ήθελε τη σκόνη να φτάνει για να γράφει καρδιές, που μετά θα 'σβηνε αποφασιστικά με σούπερ-απορροφητικό πανάκι, τη χλωρίνη στο πάτωμα να κοντεύει να τον πνίξει, να πατά ξυπόλυτος και να μην νιώθει ούτε ένα ψίχουλο ανάμεσα στα δάχτυλα, ούτε μια τρίχα. Δεν ζήτησε ποτέ να τoυ κάνουν καφέ -ειδικά καφέ. Δεν ζήτησε ποτέ νερό, ποτέ το τάδε φαγητό, να του ετοιμάσουν ένα μεζέ για τσιπουράκι. Ή που θα 'λειπε το αλάτι ή που θα 'ταν λειψό το λάδι, το λεμόνι.
Λάτρευε τα πρωινά τις Κυριακές που 'ταν μόνος στο σπίτι. Από μικρός.
Άτιμο πράγμα ο έλεγχος, αδερφάκι μου.
Τον είχε κόψει τον κωλοχαρακτήρα του.
Και με παρέα, πάλι μόνος θα 'τανε.