Καφενείο
Το είδα ανοιχτό θεία.
Με κόσμο, με όλη την οικογένεια, με χαρά, με γέλια.
Όλοι ήταν εκεί. Και όλα.
Ακόμα και η «επιγραφή αυτού επιγεγραμμενη», που λένε. Καφενείο Α. Κ.
Τα ράφια γεμάτα με σάλτσες, μαρμελάδες, αναψυκτικά.
Φως από τα παράθυρα, τα ανοιχτά σε μια θάλασσα.
Καλύτερο από ο,τι ντρεπόμουν να ονειρευτώ. Η φοβόμουν.
Αυτά τα όνειρα θα με τρελάνουν μια μέρα, θεία. Η θα με σώσουν.
Δεν έχω εκείνη πια να της τα λεω.
Όχι ότι θα το έκανα.