Βράδυ Σαββάτου
Θυμάμαι εκείνα τα πάρτυ με Rosso Antico, και τα άλλα με μπύρες και τα άλλα με τζην και λεμόνι και τα άλλα με βότκα και πορτοκάλι. Θυμάμαι καπνούς σε μπαράκια, ντίσκο και καθιστικά, θυμάμαι βλέμματα και προσδοκίες, να μην περνάνε οι ώρες μέχρι να τον δω, να μην θέλω να ξεκολλήσει εκείνα τα μάτια από πάνω μου, να μην θέλω να με δει που τον κοιτάω. Θυμάμαι ξενύχτια με γέλια, με απογοήτευση και με θλίψη, θυμάμαι κρύο χειμωνιάτικο με γούνινα μπουφάν και καλοκαιρινή υγρασία με λευκό πουκάμισο και τζην ξεθωριασμένο. Θυμάμαι που δεν πατούσα στη γη, όταν ήσουν κοντά μου, σε θυμάμαι, εσένα, κι εσένα, κι εσένα, τα φιλιά σου, τα χέρια σου, τα μάτια σου, τα "να σε πάω σπίτι;", τα "κι εσύ αυτό θα 'κανες για κάποιον που αγαπάς", το "έλα, πάμε μια βόλτα;", τον ώμο που έγειρα μεθυσμένη, τη βροχή στο τζάμι, το χιόνι στον ουρανό, τα ροζ μου γοβάκια της Prada που έγιναν παραμύθι μες στη νύχτα, τους χορούς μας πάνω στα μπαράκια, όλα τα θυμάμαι. Πόσο όμορφο ήταν που σε αγάπησα, κι εσένα, κι εσένα, κι εσένα, πόσο μου λείπουν σήμερα εκείνα τα βράδια της αναμονής, μου λείπουν εκείνα τα χρόνια, η ανεμελιά, το "τα πάντα" του "τότε" που είναι το "τότε" του "σήμερα", μου λείπει να ετοιμαστώ να πάω σε ένα πάρτυ ώρες πριν, να μην ξέρω αν θα είσαι εκεί ή όχι, να σε δω μπροστά μου να με κοιτάς λες κι είμαι ο,τι πιο όμορφο έχεις δει, να πιούμε μαζί, όλοι μαζί, μα να μην με νοιάζει κανείς άλλος εκεί μέσα, να χορεύουμε, να γελάμε, να με πάρεις απ' το χέρι και να με πας μια βόλτα με το αμάξι, να δούμε εκείνα τα φώτα από ψηλά κι από μακριά, να καπνίσουμε ένα τσιγάρο έξω από το αυτοκίνητο, να σου λέω και να με ακούς, όπως μόνο εσύ ξέρεις, δεν βρήκα κανέναν άνθρωπο να ακούει όπως εσύ, να τύχουμε εκείνο το τραγούδι στο ραδιόφωνο και να καταλάβεις πως θέλω να μου πιάσεις το χέρι και να μην το αφήσεις, να μου χαϊδέψεις το μάγουλο και στα μάτια σου, μόνο στα δικά σου μάτια, να ξαναγίνω εκείνο το κορίτσι. Ποτέ δεν μας έκατσε να είμαστε μαζί. Κι αν μας έκατσε, ούτε εγώ το κατάλαβα, ούτε εσύ. Δεν συνηθίζω να γκρινιάζω για τέτοια ζητήματα λάθος χρονισμού. Αυτά χαρίζουν τις απρόσμενες πινελιές που ολοκληρώνουν τη ζωγραφιά. Μια λάθος πινελιά, μια λάθος βελονιά, ένα ατύχημα, κάτι στο οποίο η μνήμη θα μένει πάντα κολλημένη. Τα άλλα, τα αναμενόμενα, τα "εντός σχεδίου" η μνήμη θα τα διαγράψει, θα τα εννοποιήσει σε ένα σχήμα.
Το αγαπάω το "τώρα" μου. Παρόλα αυτά, σήμερα το βράδυ, θα ήθελα να είμαι 17, να χτυπήσει η πόρτα μου και να είσαι εσύ και να ρωτήσεις τους γονείς μου: "ήρθα να την πάρω για βόλτα. Επιτρέπετε;". Μπορώ σήμερα να σε ονειρευτώ;