Tuesday, June 29, 2010

...όνειρο ήτανε...

Μαμά! Μαμά!

Μόλις κλείδωσα την πόρτα. Σκοτάδι. Κοίταξα γύρω μου. Ένιωσα ασφαλής. Μα, καθώς ανέβαινα τη σκάλα, σε εκείνη την εσοχή του τοίχου, όπου πάντα φοβόμουν πως κάτι θα μπορούσε να κρύβεται, με άρπαξε ένα αόρατο χέρι, "του κακού" το λέω εγώ, και με τίναξε σ’ έναν καθρέφτη, έσπασαν τα τζάμια του, δεν φοβήθηκα μην κοπώ, φοβήθηκα που σε φώναζα και δεν άκουγες.

Μαμά! Μαμά!

Κάτι έβγαινε από το στόμα μου σαν κραυγή, σαν αναστεναγμός, έβαλα όλη μου τη δύναμη, ποτέ δεν πιστεύω ότι δεν θα με ακούσεις. Πιστεύω ότι θα κάνεις, να, έτσι το χέρι σου στον αέρα και θα τα διώξεις όλα, τους κακούς και τα στοιχειά και αυτό που με πιέζει να με πνίξει και θα μου χαϊδέψεις το μέτωπο και θα με φιλήσεις.

Ρε συ μαμά, σε φωνάζω!! Δεν ακούς…;

Έλα, και κάνε με πάλι μικρή, φόρεσέ μου εκείνη τη φούστα με το μπλε και το κόκκινο και το κίτρινο, να σου λέω πόσο δεν μ’ αρέσει, τότε προτιμούσα το κόκκινό μου σκέτο, φόρεσέ μου εκείνα τα λουστρίνια που κόντεψαν να καταστρέψουν τα πόδια μου, ίσως και να μην σου ΄λεγα ότι μ’ έσφιγγαν, τον πόνο μου δεν τον μοιραζόμουν από τότε, τον φύλαγα σε τετράδια και σε στίχους γνωστών και άγνωστων ποιητών, σε παλιά βιβλία που ανακάλυπτα πεταμένα σε μισογκρεμισμένα σπίτια και τα μάζευα, φυσούσα τη σκόνη και το ‘χα παιχνίδι να ανοίγω τυχαία μια σελίδα και να την ταιριάζω με το μεγάλο ερώτημα εκείνης της ημέρας, από τότε αναρωτιέμαι, το μυαλό μου συνέχισε ασταμάτητα να τρέχει μέχρι σήμερα, μόνο που πια το τιθασεύουν ένα δυο επιχειρήματα που ως λογικός ενήλικας άνθρωπος δεν μπορώ παρά να αποδεχτώ, τότε μου ‘φτανε να μ’ αγαπάς εσύ, έλα κι ακούμπησε με τα χέρια σου τους ώμους και τα μάγουλά μου από ψηλά, είμαι μικρή και ζεσταίνομαι και βαριέμαι, δεν ξέρω γιατί επιμένεις να κοιτάω μπροστά, θέλω να γυρίζω το κεφάλι και να βλέπω τον κόσμο, τα ιδρωμένα τους μέτωπα, τα καλά τους ρούχα της εκκλησίας, τις μετάνοιες και τα ψεύτικά τους πέδιλα τα φορτωμένα με πλαστικά πετράδια, τα στόματά τους να ανοιγοκλείνουν με ύμνους αφιερωμένους σε μια ζωή που τους είπαν πως υπάρχει εκεί μακριά για τους καλούς ανθρώπους, να μην ξεχάσω να πάω στη θεία να μου δώσει ένα κατοστάρικο που μου υποσχέθηκε, γιατί δεν μ’ άφησες στο σπίτι να βρέχω τα πόδια μου στη βρύση και να παίζω με τις λάσπες;, τι όμορφα που είναι τα μωβ σου παπούτσια, πάρε με από το χέρι να αγοράσουμε ψωμί, μου αρέσει να μαζεύω με τα δάχτυλα τη σκόνη την ανακατεμένη με το αλεύρι και τα ψίχουλα ψηλά στον πάγκο, τι ωραία που μυρίζει εδώ μέσα, το ρολόι στον τοίχο δείχνει μεσημέρι, με τραβάς από το χέρι μην αργήσουμε, είπαμε, τα ‘χεις αυτά με τον χρόνο, λες και θα σου φτάσει ποτέ, λες και μια στιγμή θα κάτσεις κάτω και θα πεις πως δεν θέλεις πουθενά να πας και τίποτα άλλο να κάνεις, πως σου αρέσει εκείνη η συγκεκριμένη στιγμή, αχ μωρέ μαμά, με τα θέλω σου και τα πρέπει σου και τα τώρα σου… Έλα! Τώρα! Ορίστε, είδες που όλα δεν γίνονται τη στιγμή που τα θέλουμε;…

Μαμά-σου-λέω! Μα πού είσαι όταν σε θέλω πιο πολύ;
Μμ...μ..α!...

Monday, June 28, 2010

Nothing else matters

"So close, no matter how far
couldn't be much more from the heart, forever trusting who we are"